-
1 έτοιμος
[этимос] εκ. готовый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έτοιμος
-
2 готовый
готов||ыйприл1. (законченный) ἐτοιμος, ἀποτελειωμένος:обед готов τό φαγητό εἶναι ἔτοιμο· \готовыйое платье τό ἐτοιμο φουστάνι, τό ραμμένο φόρεμα· \готовыйые изделия τά ἐτοιμα είδη·2. (склонный, согласный) ἐτοιμος, πρόθυμος/ (προ)διατε-θειμένος (намеревающийся):\готовый заплакать ἐτοιμος νά κλάψει· \готовый на любу́ю жертву ἐτοιμος νά ὑποστεί κάθε θυσία· ◊ жить на всем \готовыйом ζῶ ἀπό τά ἐτοιμα, ζῶ στά χαζίρικα· \готовый к услу́гам ἐτοιμος, πρόθυμος νά ἐξυπηρετήσω· будь готов! (клич пионеров) ἔσω ἐτοιμος!· всегда готов! (ответный возглас пионеров) πάντα (πάντοτε) ἐτοιμος! -
3 готовый
επ., βρ: -тов, -а, -о.1. έτοιμος•готовый костюм έτοιμο κοστούμι•
обед готовый το φαγητό είναι έτοιμο.
2. διατεθημένος, πρόθυμος.3. (απλ.) πέθανε.(απλ.) μεθυσμένος σκνίπα.εκφρ.готовый к услугам – παλ. στη διάθεση σας (στο τέλος της επιστολής πριν την υπογραφή)"на всем -ом (жить) βαστιέμαι γερά•будь -ов! – να είσαι έτοιμος!•всегда -ов – πάντοτε έτοιμος ! -
4 готовый
готовый 1) έτοιμος \готовыйое платье το έτοιμο φόρεμα вы \готовыйы? είστε έτοιμοι; обед готов το φα(γ)ί είναι έτοιμο 2) (согласный на что-л.) πρόθυμος (να)* * *1) έτοιμοςгото́вое пла́тье — το έτοιμο φόρεμα
вы гото́вы? — είστε έτοιμοι
обе́д гото́в — το φα(γ)ί είναι έτοιμο
2) (согласный на что-л.) πρόθυμος (να) -
5 ещё
ещё в разн. знач. ακόμα, ακόμη \ещё раз άλλη μια φορά мы \ещё успеем... έχουμε καιρό ακόμη... я \ещё не готов δεν είμαι ακόμα έτοιμος \ещё нет όχι ακόμα \ещё вчера ακόμα και χτες дайте мне \ещё δώστε μου ακόμη ◇ \ещё бы! βέβαια!., αυτό έλειπε!* * *в разн. знач.ακόμα, ακόμηмы ещё успе́ем... — έχουμε καιρό ακόμη…
я ещё не гото́в — δεν είμαι ακόμα έτοιμος
ещё вчера́ — ακόμα και χτες
да́йте мне ещё — δώστε μου ακόμη
••ещё бы! — βέβαια!, αυτό έλειπε!
-
6 почти
почти σχεδόν, περίπου* я \почти готов είμαι σχεδόν έτοιμος· \почти всё σχεδόν όλα* * *σχεδόν, περίπουя почти́ гото́в — είμαι σχεδόν έτοιμος
почти́ всё — σχεδόν όλα
-
7 совсем
совсемнареч ἐντελώς, ὁλότελα, ὁλωσδιόλου:\совсем близко πολύ κοντά· \совсем напротив κατάντικρυ· \совсем готов καθ' ὅλα ἐτοιμος, ὁλότελα ἐτοιμος· \совсем новый костюм ἐντελώς καινούργιο κοστούμι:это \совсем не так κάθε ἄλλο· я его́ \совсем не знаю δέν τόν γνωρίζω καθόλου· он \совсем уехал, ушел (навсегда) ἔφυγε ὁριστικά, ἐφυγε γιά πάντα -
8 согласный
согласн||ый Iприл1. (на что-л.) σύμφωνος, ἔτοιμος νά δεχτώ/ ἔτοιμος (готовый):я согласен на все условия δέχομαι ὅλους τους ὅρους· быть \согласныйым δέχομαι, εἶμαι σύμφωνος·2. (единодушный) σύμφωνος:быть \согласныйым с кем-л. εἶμαι σύμφωνος μέ κάποιον быть \согласныйым с чем-л. συμφωνώ μέ κάτι, ἀποδέχομαι κάτι·3. (гармонический) ἀρμονικός.согласный IIлингв.1. прил σύμφωνος·2. м τό σύμφωνο[ν]. -
9 наготове
επίρ.ετοίμως, έτοιμα, έτοιμος, -η, -ο•быть наготове είμαι έτοιμος•
держать оружие наготове κρατώ το όπλο έτοιμο.
-
10 поспеть
-
11 готовый
(об изделии) έτοιμος, ετοιμοπαράδοτος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > готовый
-
12 отгрузка
1. (погрузка и отправление) η φόρτωσ/η (και η αποστολή) 2. (снятие части груза, перегрузка части груза куда-л.) η εκφόρτωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отгрузка
-
13 отход
1. (удаление, отдаление) η απομάκρυνση 2. (отправление) η αναχώρησ/ηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отход
-
14 было
былочастица στήν ἀρχή (сначала)/ παρά λίγο, παρ' ὀλίγο[ν] (едва не):он \было собирался выехать ήταν ἐτοιμος νά ἀναχωρήσει; чуть \было не упал παρ' ὀλίγο νά πέσω. -
15 взвод
взвод Iм (воен. подразделение) ἡ διμοιρία:кавалерийский \взвод ὁ οὐλαμός ίππι-κοδ.взвод IIм (в оружии) ἡ ἐγκοπή:предохранительный \взвод τό ἀσφάλιστρο[ν] ὀπλου· на боевом \взводе ἐπί σκοπόν ◊ быть на \взводе а) (навеселе) τά ἔχω τσού-ξει, εἶμαι στό κέφι, б) (на пределе) εἶμαι ἔτοιμος νά ξεσπάσω. -
16 дорога
дорог||аж1. ὁ δρόμος:проселочная \дорога ὁ ἀμαξόδρομος, ὁ χωραφόδρομος· шоссейная \дорога ὁ ἀσφαλτόδρομος, ὁ ἀμαξόδρομος· автомобильная \дорога ὁ δημόσιος δρόμος, ὁ αὐτοκινητόδρομος· проезжая \дорога ὁ ἀμαξιτός δρόμος· узкоколейная \дорога ἡ στενή σιδηροδρομική γραμμή· одноколейная \дорога ἡ μονή σιδηροδρομική γραμμή· торная \дорога а) ὁ ἔτοιμος δρόμος, б) перен ἡ πεπατημένη (οδός)· сбиться с \дорогаи прям., перен χάνω τόν δρόμο, παραστρατώ·2. (путешествие) ὁ δρόμος, τό ταξίδι:дальняя \дорога ὁ μακρυνός δρόμος, τό μακρυνό ταξίδί отправляться в \дорогау ξεκινώ γιά ταξίδι·3. (место прохода или проезда) ἡ διάβαση [-ις], ἡ δίοδος, τό πέρασμα:дайте мне \дорогау! κάντε μου δρόμο!· уступить \дорогау кому́-л. παραμερίζω νά περάσει κάποιος, ἀφήνω κάποιον νά περάσει· ◊ железная \дорога ὁ σιδηρόδρομος· идти своей \дорогаой ἀκολουθώ τό δρόμο μου, τραβώ τό δρόμο μου· по \дорогае (попутно) πηγαίνοντας· мне с вами не по \дорогае οἱ δρόμοι μας εἶναι διαφορετικοί· пробивать себе́ \дорогау ἀνοίγω τό δρόμο μου· на половине \дорогаи στή μέση τοῦ δρόμου, στό μισό δρόμο, ἀφήνω κάτι μισοτελειωμένο· стать кому́-л. поперек \дорогаи γίνομαι ἐμπόδιο, κλείνω τόν δρόμο σέ κάποιον туда ему́ и \дорога! разг ἔτσι τοῦ πρέπει!, τἄθελε καί τἄπαθε!· скатертью \дорогаΙ νά πάει στήν εὐχή καί στήν ἀνεμοζάλη. -
17 минута
мину́т||аж в разн. знач. τό λεπτό, ἡ στιγμή:десять мину́т пятого τέσσαρες καί δέκα (λεπτά)· без двадцати́ мину́т восемь ὁχτώ παρά είκοσι· через пять I мину́т я ухожу́ μετά πέντε λεπτά φεύγω· через пять мину́т будь готов σέ πέντε λεπτά νά είσαι ἔτοιμος· в данную \минутау αὐτή τή στιγμή· в последнюю \минутау τήν τελευταία στιγμή· \минута в \минутау ἀκριβῶς στήν ῶρα· с \минутаы на \минутау ἀπό στιγμή σέ στιγμή· в одну́ \минутау μέσα σ· ἕνα λεπτό, σέ μιά στιγμή· подождите одну́ \минутау περιμένετε μιά στιγμή· сию \минутау ἀμέσως, μιά στιγμή· каждую \минутау κάθε λεπτό· с той \минутаы ἀπό ἐκείνη τή στιγμή, ἀπό τότε· в свободную \минутау σ'ἐλεύθερη ὠρα, ὀταν θά ἔχω καιρό· у меня нет ни одной свободной \минутаы δέν ἔχω ἐλεύθερη ὁὔτε μιά στιγμή. -
18 мокрый
мокр||ыйприл μουσκεμένος, βρεγμένος, ὑγρός:\мокрыйая тряпка ἡ βρεγμένη πατσαβοῦρα· \мокрыйые волосы τά βρεγμένα μαλλιά· ◊ глаза на \мокрыйом ме́сте разг εἶναι Ετοιμος νά κλάψει. -
19 наготове
наготовенареч:быть \наготове εἶμαι ἐτοιμος. -
20 отлет
отлетм ἡ ἀναχώρηση:\отлет птиц ἡ ἀποδημία τών πτηνών ◊ дом стоит на \отлетг τό σπίτι εἶναι ἀπομακρυσμένο· быть на \отлете εἶμαι ἔτοΐμος γιά ἀναχώρηση.
См. также в других словарях:
ἑτοῖμος — at hand masc nom sg ἑτοῖμος at hand masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… … Dictionary of Greek
ἕτοιμος — ἕτοῑμος , ἑτοῖμος at hand masc nom sg (attic) ἕτοῑμος , ἑτοῖμος at hand masc/fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτοιμος — η, ο 1. για πρόσωπα, ο προετοιμασμένος για κάτι: Είναι όλα τα παιδιά έτοιμα για την εκδρομή. 2. ο πρόθυμος να κάνει κάτι ή να πάθει κάτι, ο τολμηρός, ο αποφασιστικός: Είμαι έτοιμος για όλα, αν χρειαστεί. 3. για πράγματα, αυτός που είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑτοῖμον — ἑτοῖμος at hand masc acc sg ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc sg ἑτοῖμος at hand masc/fem acc sg ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοῖμα — ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc pl ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοῖμοι — ἑτοῖμος at hand masc nom/voc pl ἑτοῖμος at hand masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοῖμαι — ἑτοῖμος at hand fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοιμότατ' — ἑτοῑμότατα , ἑτοῖμος at hand adverbial superl (attic) ἑτοῑμότατα , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc superl pl (attic) ἑτοῑμότατα , ἑτοῖμος at hand adverbial superl (attic) ἑτοῑμότατα , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc superl pl (attic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοιμότερον — ἑτοῑμότερον , ἑτοῖμος at hand adverbial comp (attic) ἑτοῑμότερον , ἑτοῖμος at hand masc acc comp sg (attic) ἑτοῑμότερον , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc comp sg (attic) ἑτοῑμότερον , ἑτοῖμος at hand adverbial comp (attic) ἑτοῑμότερον ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕτοιμ' — ἕτοῑμα , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc pl (attic) ἕτοῑμα , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc pl (attic) ἕτοῑμε , ἑτοῖμος at hand masc voc sg (attic) ἕτοῑμε , ἑτοῖμος at hand masc/fem voc sg (attic) ἕτοῑμαι , ἑτοῖμος at hand fem nom/voc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)