Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

έτοιμος

  • 21 отпор

    отпор
    м ἡ ἀπόκρουση [-ις], ἡ ἀντίστα· ση [-ις]:
    давать решительный \отпор ἀποκρούω ἀποφασιστικά· встречать \отпор συναντώ ἀντίσταση· быть готовым к \отпору εἶμαι ἐτοιμος νά ἀντιμετωπίσω.

    Русско-новогреческий словарь > отпор

  • 22 поспевать

    поспевать I
    несов разг προλαβαίνω^; προφταίνω, προφθάνω:
    еле \поспевать за кем-л. ; μόλις προλαβαίνω κάποιον.
    поспева||ть II
    несов
    1. (созревать) ὠριμάζω, μεστώνω·
    2. (становиться го-'ύ товым) разг γίνομαι, εἶμαι ἔτοιμος:
    суп· \поспеватьет ἡ σοῦπα σέ λίγο θά εἶναι ἔτοιμη.

    Русско-новогреческий словарь > поспевать

  • 23 готовый

    [γκατόβυϊ] εκ. έτοιμος

    Русско-греческий новый словарь > готовый

  • 24 готовый

    [γκατόβυϊ] επ έτοιμος

    Русско-эллинский словарь > готовый

  • 25 вставной

    επ.
    προσθετός, βαλτός, περαστός, έτοιμος για τοποθέτηση•

    -ые окна περαστά παράθυρα•

    -ые зубы βαλτά δόντια.

    || βαλμένος, τοποθετημένος σε, ένθετος.

    Большой русско-греческий словарь > вставной

  • 26 гореть

    -рю, -ришь, ρ.δ.
    1. καίγομαι•

    дрова -ят в печке τα καυσόξυλα καίγονται στη θερμάστρα•

    дом -ит το σπίτι καίγεται.

    || καίω, είμαι αναμμένος•

    печка -ит η θερμάστρα καίει•

    лампа -ит η λάμπα καίει (φωτίζει).

    2. φλέγομαι, ψήνομαι•

    ребенок -ит гореть температура 40 το παιδάκι ψήνεται από τον πυρετό, εχει 40 βαθμούς.

    3. κοκκινίζω, ερυθριώ•

    я -рю от стыда κατακοκκινίζω από ντροπή•

    уши -ят τα αυτιά καίνε (κοκκινίζουν)•

    лицо -ит το πρόσωπο καίει (κοκκινίζει).

    4. καταλαμβάνομαι από δυνατό πάθος, αίσθημα, οργή κλπ., ανάβω, φλέγομαι, καίγομαι.
    5. αστράφτω, στραφταλίζω, λάμπω.
    6. σαπίζω, χαλνώ (από υγρασία και μη αερισμό)•

    мокрое сено -ит в стогах το βρεγμένο χόρτο σαπίζει στις θημωνιές.

    7. φθείρομαι, χαλνώ, αχρηστεύομαι(για ενδύματα, υποδήματα).
    8. βγαίνω από το παιγνίδι, καίγομαι.
    εκφρ.
    - ит трава под ногами – φωτιές (σπίθες) βγάζουν (πετούν) τα πόδια του (για ταχύποδα)•
    земля -ит под ногами – κάθεται σ’αναμμένα κάρβουνα (είναι έτοιμος να φύγει, ανυπομονεί να το σκάσει• τρέχει ολοταχώς)•
    не -ит – δεν είναι καμιά βία, δε μας κυνήγα κανένας•
    дело (работаκ.τ.τ.) -ит в руках у кого τον βλέπει η δουλειά και τον φοβάται ή την πιάνει η ζάλη (για δουλευταρά).

    Большой русско-греческий словарь > гореть

  • 27 горло

    ουδ.
    1. λαιμός, το μπροστινό μέρος αυτού•

    схватить за горло αρπάζω (πιάνω) από το λαιμό.

    || λάρυγγας•

    у меня болит горло μου πονά ο λαιμός•

    у меня першит в -е με τρώει ο λαιμός•

    у меня пересохло в -е μου στέγνωσε ο λάρυγγας.

    2. στενό μέρος αντικειμένου•

    -бутылки ο λαιμός του μποκαλιού•

    горло залива ο λαιμός του κόλπου.

    εκφρ.
    по горло – ως το λαιμό (για βάθος)•
    кричать во все горло – ξελαρυγγίζομαι από τις φωνές•
    слова застряли в горло – κομπιάζω κατά την ομιλία•
    быть занятым по горло – είτ μαι πνιγμένος από δουλειά•
    сыт по горло – (κυρλξ. κ. μτφ.) είμαι χορτάτος ως το λαιμό•
    пристать с ножом к -у – βάζω το μαχαίρι στο λαιμό (απαιτώ επίμονα)•
    брать (взять), схватить за— – πιάνω από το λαιμό (εξαναγκάζω)•
    промочить горло – βρέχω λιγάκι το λάρυγγα (πίνω λιγάκι)•
    слезы ή рыдания поступили к -у – είναι ετοιμος να κλάψει, τον πήρε το παράπονο•
    поперек стать ή вставатьκ.τ.τ. μου κάθεταΐι τσάχαλο στο μάτι (ενοχλεί, εμποδίζει).

    Большой русско-греческий словарь > горло

  • 28 дежурный

    επ.
    1. της υπηρεσίας, εφημερεύων•

    дежурный врач γιατρός της υπηρεσίας•

    дежурный офицер αξιωματικός της υπηρεσίας•

    дежурный магазин διανυκτερεύον κατάστημα•

    -ая аптека διανυκτερεύον φαρμακείο•

    -ая телефонистка διανυκτερεύουσα τηλεφωνήτρια.

    || ως ουσ. ο υπάλληλος•

    дежурный по станции ο σταθμάρχης της υπηρεσίας.

    2. ουσ. θ. -ая δωμάριο της υπηρεσίας.
    3. έτοιμος για χρήση, πρόχειρος, εφεδρικός•

    -ое блгодо в ресторане εφεδρικό πιάτο φαγητού στο εστιατόριο.

    Большой русско-греческий словарь > дежурный

  • 29 заварить

    -варю, -варишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заваренный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω να βράσει (τσάι, καφέ κ.τ.τ.)• заварить белье ζεματίζω τα ρούχα•

    заварить уху βράζω ψαρόσουπα.

    2. (τεχ.) βράζω, συγκολλώ.
    3. Μτφ. (απλ.) ετοιμάζω, οργανώνω, μαγειρεύω.
    1. βράζω, γίνομαι, είμαι έτοιμος•

    чай -лся το τσάι είναι έτοιμο.

    2. οργανώνομαι, μαγειρεύομαι•

    дело -лось η υπόθεση μαγειρεύτηκε.

    Большой русско-греческий словарь > заварить

  • 30 камень

    -мня, πλθ. камни
    -ей
    κ. παλ. каменья, -ьев а.
    1. πέτρα, λιθάρι., λίθος•

    вымостить улицу -ем λιθοστρώνω οδό•

    побиение -ями λιθοβολισμός.

    || πετράδι•

    драгоценный камень πολύτιμος λίθος.

    2. ταφόπετρα•

    под сим -ем лежит тело такого-то κάτω απʹ αυτή την πέτρα είναι το σώμα του τάδε.

    3. μτφ. βάρος, μεγάλη θλίψη•

    камень на сердце у меня лежит πέτρα μου πλακώνει την καρδιά (βαρυαλγώ)•

    камень свалился с груди ή спал с сердца μού φύγε ένα βάρος από μέσα (απαλλάχτηκα από βαριά θλίψη).

    4. πλθ. -и (ιατρ.) πέτρα (στα νεφρά, ουροδόχο κύστη κλπ.).
    εκφρ.
    держать - за пазухой – κρύβω πέτρα στον κόρφο (είμαι έτοιμος να βλάψω κρυφά)
    забросать ή закидать -ими α) πετροβολώ, λιθοβολώ, β) κατακρίνω δριμύτατα, εξαπολύω μύδρους•
    - ня на -не не оставить – α) δεν αφήνω πέτρα πάνω στην πέτρα (καταστρέφω ολοσχερώς), β) καταρρίπτω όλα τα επιχειρήματα• κριτικάρω αλύπητα•
    -ем падать, упастьκ.τ.τ. πέφτω σαν πέτρα (βαριά)•
    точильный камень – ακονόπετρα, ακονόλιθος•
    философский камень – φιλοσοφική λίθος.

    Большой русско-греческий словарь > камень

  • 31 недалёкий

    επ., βρ: -лк, -лека, -леко κ. -лко, πλθ. -леки κ. -лки; недальше.
    1. μη μακρινός κοντινός, σιμοτινός•

    -ая деревня κοντινό χωριό.

    || (για απόσταση) σύντομος, μικρός, βραχύς•

    -ое путешествие μικρό ταξίδι•

    недалёкий путь μικρός δρόμος.

    2. πρόσφατος, ο εγγύς•

    -ое прошлое πρόσφατο παρελθόν•

    -ое будущее το εγγύς μέλλον.

    3. (με σημ. κατηγ.) κοντεύω, πλησιάζω είμαι έτοιμος.
    4. (για συγγένεια) κοντινός•

    -ие родственники οι κοντινοί συγγενείς.

    5. περιορισμένος (κατά την αντίληψη), ευήθης, μωρός.
    εκφρ.
    - го ума – περιορισμένης αντίληψης, κοντόφθαλμος.

    Большой русско-греческий словарь > недалёкий

  • 32 огонь

    огня α.
    1. (μόνο στον ενκ.) φωτιά, πυρ, πυρά•

    развести огонь ανάβω φωτιά•

    сгореть в -έ καίγομαι στη φωτιά•

    греться у огня ζεσταίνομαι στη φωτιά.

    || μτφ. αίσθημα δυνατό, φλόγα•

    он зажг ему огонь в грудь, в сердце αυτός του άναψε φλόγα στο στήθος,στην καρδιά.

    || μτφ. ένθερμος ζήλος, ζέση, θέρμη.
    2. φως•

    зажечь огонь ανάβω το φως•

    погасить огонь σβήνω το φως•

    светит огонь φέγγει το φως.

    || πλθ. -и τα φώτα. || μτφ. λάμψη•

    его глази горят -м τα μάτια του πετούν φλόγες.

    3. (στρατ.) πυρ•

    огонь открыть огонь ανοίγω πυρ•

    прекратить огонь σταματώ το πυρ ή τα πυρά•

    перекрстный огонь διασταυρωμένα πυρά•

    сосредоточенный огонь συγκεντρωτικά πυρά•

    заградительный огонь φραγμός πυρών•

    артиллерийский огонь πυρά πυροβολικού•

    шквильный огонь καταιγισμός πυρών•

    греческий огонь ελληνικό ή υγρό πυρ•

    линия -я γραμμή πυρός огонь! πυρ! (παράγγελμα).

    εκφρ.
    α) στην κάψα, στη φλόγα, στη φωτιά (για κατάσταση)• голова в - – καίει το κεφάλι•
    β) στη μάχη•
    в огонь и в воду готов – έτοιμος για τη φωτιά (αυτοθυσία)•
    из -я да в полымя – από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη•
    между двух -ей – μεταξύ δύο πυρών•
    - м и мечом – με τη φωτιά και το σίδερο, δια πυρός και σιδήρου•
    боиться как -я – φοβάμαι σαν ο διάβολος το λιβάνι•
    пройти огонь и воду (и ме-дныв трубы) – περνώ από το καμίνι της ζωής,υποφέρω πολλά.

    Большой русско-греческий словарь > огонь

  • 33 отлёт

    α.
    αναχώρηση, πτήση, πέταγμα•

    -птиц αποδημία των πτηνών.

    εκφρ.
    на -е – λίγο πιο πέρα, σε μικρή απόσταση•
    держать на отлте – κρατώ ανάμερα•
    держать на отлёт папиросу – κρατεί το τσιγάρο ανάμερα•
    быть на -е – είμαι έτοιμος για πτήση.

    Большой русско-греческий словарь > отлёт

  • 34 отпор

    α.
    απόκρουση•

    дать отпор врагу αποκρούω τον εχθρό•

    быть готовым к -у είμαι έτοιμος ναποκρούσω.

    || αντίσταση•

    он встретил отпор αυτός συνάντησε αντίσταση.

    || μτφ. αντίκρουση.

    Большой русско-греческий словарь > отпор

  • 35 падать

    ρ.δ.
    1. πέφτω•

    падать на змлю πέφτω στη γη•

    падать с лошади πέφτω από το άλογο.

    || κατακάθομαι• λαχαίνω βγαίνω•

    -ет туман πέφτει ομίχλη•

    выбор -ет на него η εκλογή πέφτει σ αυτόν•

    зубк -ют τα δόντια πέφτουν•

    ударение падает на последний слог ο τόνος πέφτει στη λήγουσα.

    || επιρρίπτομαι•

    тень -ет πέφτει σκιά•

    свет -ет πέφτει φως.

    || ρίχνομαι•

    падать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά•

    -на колени πέφτω στα γόνατα.

    || γέρνω, είμαι έτοιμος να πέσω, καταρρέω, γκρεμίζομαι.
    2. ρίχνω•

    -ал мокрый снег έπεφτε χιονόνερο.

    3. (για ενδυμασία, μαλλιά κ.τ.τ.) κρέμομαι. || μτφ. κατέρχομαι, κατεβαίνω, εκτείνομαι προς τα κάτω Γορέ•

    -ет к морю το βουνό εκτείνεται προς τα κάτω ως τη θάλασσα.

    4. μτφ. υποπίπτω•

    на него -ет подозрение αυτόν τον υποπτεύονται.

    5. μτφ. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω ξεπέφτω• εξασθενίζω•

    ветер -ет ο αέρας ξεπέφτει•

    давление -ет η πίεση ελαττώνεται•

    цены на товары -ют οι τιμές στα εμπορεύματα πέφτουν•

    авторитет его с каждым днём -ет το κύρος του κάθε μέρα και πέφτει.

    6. ξεπέφτω ηθικά.
    7. χάνω τη σημασία, την αξία•

    падать в глазах кого-л. ξεπέφτω στα μάτια κάποιου.

    8. ψοφώ.
    9. βλ. пасть1 (3, 4 σημ.).
    εκφρ.
    падать от смеха (со смеху) – λιγώνομαι από τα γέλια, πέφτω κάτω από τα γέλια•
    падать дзьсом – χάνω το ηθικό, πέφτει το ηθικό μου.

    Большой русско-греческий словарь > падать

  • 36 пар

    -а (-у), προθτ. о паре, на пару, πλθ. -ы, -ов α.
    ατμός, άχνα, αχνός•

    конденсация -а συμπύκνωση ατμού•

    водняные -ы υδρατμοί•

    ртутные -ы υδραργυρικοί ατμοί.

    || ομίχλη.
    εκφρ.
    винные -ы – αναθυμιάσεις κρασιού•
    на всех парах – ολοταχώς•
    под -ами а) – υπ ατμόν (έτοιμος για ξεκίνημα), β) (απλ.) πιομένος, σουρωμένος, μεθυσμένος.
    -а, προθτ. о паре, на пару, πλθ. -ы, -ов α.
    1. χωράφι χέρσο.
    2. αγρανάπαυση, ανάπαμα•

    восстановление плодородия путём -а επανάκτηση της γονιμότητας με αγρανάπαυση•

    земля под -ом γη σε αγρανάπαυση.

    Большой русско-греческий словарь > пар

  • 37 плакать

    плачу, плачешь, μτχ. ενστ. плачущий
    ρ.δ.
    1. κλαίω, θρηνώ•

    горько плакать κλαίω πικρά•

    плакать навзрыд κλαίω με λυγμούς, με ανα-φυλλητά.

    || λυπούμαι, θλίβομαι, συμπονώ.
    2. μτφ. (για άψυχα) ηχώ πένθιμα, λυπητερά.
    3. υγραίνομαι, καλύπτομαι από υδρατμούς..
    εκφρ.
    плакать в жилеткуειρν. κλαίω (μεμψιμοιρώ) για την τύχη μου•
    палка -ет – σε περιμένει το παλούκι (κλαίει γιατί δε σε χτυπά)•
    тюрьма -ет – σε περιμένει η φυλακή (στενοχωρείται γιατί δε σε έχει μέσα).
    1. κλαίω, παραπονούμαι για την τύχη μου μεμψιμοιρώ.
    2. (απρόσ.) μου έρχεται να κλάψω, είμαι έτοιμος για να κλάψω.
    εκφρ.

    Большой русско-греческий словарь > плакать

  • 38 подписать

    ρ.σ.μ.
    1. υπογράφω•

    подписать приказ υπογράφω δ ιαταγή•

    подписать документ υπογράφω έγγραφο•

    подписать вместе с другим προσυπογράφω•

    подписать договор υπογράφω συνθήκη (συμφωνία).

    2. γράφω στο τέλος•

    он -ал ещё несколько строчек αυτός έγραψε στο τέλος ακόμα μερικές σειρές.

    3. (εγ)γράφω συνδρομητή (σε εφημερίδα, περιοδικό κ.τ.τ.).
    1. υπογράφω•

    я готов подписать под этим обеими-руками είμαι έτοιμος να υπογράψω αυτό με τα δυό τα χέρια(ολόψυχα).

    2. εγγράφομαι•

    подписать на журнал εγγράφομαι (συνδρομητής) στο περιοδικό•

    подписать на заем εγγράφομαι στο δάνειο.

    Большой русско-греческий словарь > подписать

  • 39 препоясать

    -яшу, -яшешь
    ρ.σ.μ. παλ. περιζώνω, περιδένω.
    εκφρ.
    препоясать свой чресла – ετοιμάζομαι για ταξίδι, είμαι υπ ατμόν.
    ζώνομαι, βάζω τη ζώνη.
    εκφρ.
    препоясать на брань – είμαι έτοιμος για αγώνα.

    Большой русско-греческий словарь > препоясать

  • 40 рад

    -а, -о
    ως κατηγ.
    1. χαίρω, -ομαι• είμαι ευτυχής•

    я весьма (очень), что вас вижу χαίρω πολύ που σας βλέπω (σας συνάντησα)•

    я рад случаю поговорить είμαι ευτυχής, που μου δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσομε•

    мать -а, что сын вернулся домой η μάνα είναι ευτυχής, που το παιόι γύρισε στο σπίτι•

    ему везде -ы αυτός παντού είναι καλοδεχούμενος (ευπρόσδεκτος).

    2. είμαι σύμφωνος, πρόθυμος, έτοιμος•

    я рад умереть за родину ευχαρίστως να πεθάνω για την πατρίδα.

    εκφρ.
    и не -; (и) сам не рад – λυπούμαι(γι αυτό που συνέβηκε)• рад (или) не -; хоть рад хоть не рад θέλοντας μη θέλοντας, εκών, άκων.

    Большой русско-греческий словарь > рад

См. также в других словарях:

  • ἑτοῖμος — at hand masc nom sg ἑτοῖμος at hand masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… …   Dictionary of Greek

  • ἕτοιμος — ἕτοῑμος , ἑτοῖμος at hand masc nom sg (attic) ἕτοῑμος , ἑτοῖμος at hand masc/fem nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτοιμος — η, ο 1. για πρόσωπα, ο προετοιμασμένος για κάτι: Είναι όλα τα παιδιά έτοιμα για την εκδρομή. 2. ο πρόθυμος να κάνει κάτι ή να πάθει κάτι, ο τολμηρός, ο αποφασιστικός: Είμαι έτοιμος για όλα, αν χρειαστεί. 3. για πράγματα, αυτός που είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑτοῖμον — ἑτοῖμος at hand masc acc sg ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc sg ἑτοῖμος at hand masc/fem acc sg ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτοῖμα — ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc pl ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτοῖμοι — ἑτοῖμος at hand masc nom/voc pl ἑτοῖμος at hand masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτοῖμαι — ἑτοῖμος at hand fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτοιμότατ' — ἑτοῑμότατα , ἑτοῖμος at hand adverbial superl (attic) ἑτοῑμότατα , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc superl pl (attic) ἑτοῑμότατα , ἑτοῖμος at hand adverbial superl (attic) ἑτοῑμότατα , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc superl pl (attic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτοιμότερον — ἑτοῑμότερον , ἑτοῖμος at hand adverbial comp (attic) ἑτοῑμότερον , ἑτοῖμος at hand masc acc comp sg (attic) ἑτοῑμότερον , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc comp sg (attic) ἑτοῑμότερον , ἑτοῖμος at hand adverbial comp (attic) ἑτοῑμότερον ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕτοιμ' — ἕτοῑμα , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc pl (attic) ἕτοῑμα , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc pl (attic) ἕτοῑμε , ἑτοῖμος at hand masc voc sg (attic) ἕτοῑμε , ἑτοῖμος at hand masc/fem voc sg (attic) ἕτοῑμαι , ἑτοῖμος at hand fem nom/voc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»