-
21 отпор
отпорм ἡ ἀπόκρουση [-ις], ἡ ἀντίστα· ση [-ις]:давать решительный \отпор ἀποκρούω ἀποφασιστικά· встречать \отпор συναντώ ἀντίσταση· быть готовым к \отпору εἶμαι ἐτοιμος νά ἀντιμετωπίσω. -
22 поспевать
поспевать Iнесов разг προλαβαίνω^; προφταίνω, προφθάνω:еле \поспевать за кем-л. ; μόλις προλαβαίνω κάποιον.поспева||ть IIнесов1. (созревать) ὠριμάζω, μεστώνω·2. (становиться го-'ύ товым) разг γίνομαι, εἶμαι ἔτοιμος:суп· \поспеватьет ἡ σοῦπα σέ λίγο θά εἶναι ἔτοιμη. -
23 готовый
[γκατόβυϊ] εκ. έτοιμος -
24 готовый
[γκατόβυϊ] επ έτοιμος -
25 вставной
επ.προσθετός, βαλτός, περαστός, έτοιμος για τοποθέτηση•-ые окна περαστά παράθυρα•
-ые зубы βαλτά δόντια.
|| βαλμένος, τοποθετημένος σε, ένθετος. -
26 гореть
-рю, -ришь, ρ.δ.1. καίγομαι•дрова -ят в печке τα καυσόξυλα καίγονται στη θερμάστρα•
дом -ит το σπίτι καίγεται.
|| καίω, είμαι αναμμένος•печка -ит η θερμάστρα καίει•
лампа -ит η λάμπα καίει (φωτίζει).
2. φλέγομαι, ψήνομαι•ребенок -ит гореть температура 40 το παιδάκι ψήνεται από τον πυρετό, εχει 40 βαθμούς.
3. κοκκινίζω, ερυθριώ•я -рю от стыда κατακοκκινίζω από ντροπή•
уши -ят τα αυτιά καίνε (κοκκινίζουν)•
лицо -ит το πρόσωπο καίει (κοκκινίζει).
4. καταλαμβάνομαι από δυνατό πάθος, αίσθημα, οργή κλπ., ανάβω, φλέγομαι, καίγομαι.5. αστράφτω, στραφταλίζω, λάμπω.6. σαπίζω, χαλνώ (από υγρασία και μη αερισμό)•мокрое сено -ит в стогах το βρεγμένο χόρτο σαπίζει στις θημωνιές.
7. φθείρομαι, χαλνώ, αχρηστεύομαι(για ενδύματα, υποδήματα).8. βγαίνω από το παιγνίδι, καίγομαι.εκφρ.- ит трава под ногами – φωτιές (σπίθες) βγάζουν (πετούν) τα πόδια του (για ταχύποδα)•земля -ит под ногами – κάθεται σ’αναμμένα κάρβουνα (είναι έτοιμος να φύγει, ανυπομονεί να το σκάσει• τρέχει ολοταχώς)•не -ит – δεν είναι καμιά βία, δε μας κυνήγα κανένας•дело (работа – κ.τ.τ.) -ит в руках у кого τον βλέπει η δουλειά και τον φοβάται ή την πιάνει η ζάλη (για δουλευταρά). -
27 горло
-а ουδ.1. λαιμός, το μπροστινό μέρος αυτού•схватить за горло αρπάζω (πιάνω) από το λαιμό.
|| λάρυγγας•у меня болит горло μου πονά ο λαιμός•
у меня першит в -е με τρώει ο λαιμός•
у меня пересохло в -е μου στέγνωσε ο λάρυγγας.
2. στενό μέρος αντικειμένου•-бутылки ο λαιμός του μποκαλιού•
горло залива ο λαιμός του κόλπου.
εκφρ.по горло – ως το λαιμό (για βάθος)•кричать во все горло – ξελαρυγγίζομαι από τις φωνές•слова застряли в горло – κομπιάζω κατά την ομιλία•быть занятым по горло – είτ μαι πνιγμένος από δουλειά•сыт по горло – (κυρλξ. κ. μτφ.) είμαι χορτάτος ως το λαιμό•пристать с ножом к -у – βάζω το μαχαίρι στο λαιμό (απαιτώ επίμονα)•брать (взять), схватить за— – πιάνω από το λαιμό (εξαναγκάζω)•промочить горло – βρέχω λιγάκι το λάρυγγα (πίνω λιγάκι)•слезы ή рыдания поступили к -у – είναι ετοιμος να κλάψει, τον πήρε το παράπονο•поперек стать ή вставать – κ.τ.τ. μου κάθεταΐι τσάχαλο στο μάτι (ενοχλεί, εμποδίζει). -
28 дежурный
επ.1. της υπηρεσίας, εφημερεύων•дежурный врач γιατρός της υπηρεσίας•
дежурный офицер αξιωματικός της υπηρεσίας•
дежурный магазин διανυκτερεύον κατάστημα•
-ая аптека διανυκτερεύον φαρμακείο•
-ая телефонистка διανυκτερεύουσα τηλεφωνήτρια.
|| ως ουσ. ο υπάλληλος•дежурный по станции ο σταθμάρχης της υπηρεσίας.
2. ουσ. θ. -ая δωμάριο της υπηρεσίας.3. έτοιμος για χρήση, πρόχειρος, εφεδρικός•-ое блгодо в ресторане εφεδρικό πιάτο φαγητού στο εστιατόριο.
-
29 заварить
-варю, -варишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заваренный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ.μ.1. ρίχνω να βράσει (τσάι, καφέ κ.τ.τ.)• заварить белье ζεματίζω τα ρούχα•заварить уху βράζω ψαρόσουπα.
2. (τεχ.) βράζω, συγκολλώ.3. Μτφ. (απλ.) ετοιμάζω, οργανώνω, μαγειρεύω.1. βράζω, γίνομαι, είμαι έτοιμος•чай -лся το τσάι είναι έτοιμο.
2. οργανώνομαι, μαγειρεύομαι•дело -лось η υπόθεση μαγειρεύτηκε.
-
30 камень
-мня, πλθ. камни-ейκ. παλ. каменья, -ьев а.1. πέτρα, λιθάρι., λίθος•вымостить улицу -ем λιθοστρώνω οδό•
побиение -ями λιθοβολισμός.
|| πετράδι•драгоценный камень πολύτιμος λίθος.
2. ταφόπετρα•под сим -ем лежит тело такого-то κάτω απʹ αυτή την πέτρα είναι το σώμα του τάδε.
3. μτφ. βάρος, μεγάλη θλίψη•камень на сердце у меня лежит πέτρα μου πλακώνει την καρδιά (βαρυαλγώ)•
камень свалился с груди ή спал с сердца μού φύγε ένα βάρος από μέσα (απαλλάχτηκα από βαριά θλίψη).
4. πλθ. -и (ιατρ.) πέτρα (στα νεφρά, ουροδόχο κύστη κλπ.).εκφρ.держать - за пазухой – κρύβω πέτρα στον κόρφο (είμαι έτοιμος να βλάψω κρυφά)забросать ή закидать -ими α) πετροβολώ, λιθοβολώ, β) κατακρίνω δριμύτατα, εξαπολύω μύδρους•- ня на -не не оставить – α) δεν αφήνω πέτρα πάνω στην πέτρα (καταστρέφω ολοσχερώς), β) καταρρίπτω όλα τα επιχειρήματα• κριτικάρω αλύπητα•-ем падать, упасть – κ.τ.τ. πέφτω σαν πέτρα (βαριά)•точильный камень – ακονόπετρα, ακονόλιθος•философский камень – φιλοσοφική λίθος. -
31 недалёкий
επ., βρ: -лк, -лека, -леко κ. -лко, πλθ. -леки κ. -лки; недальше.1. μη μακρινός κοντινός, σιμοτινός•-ая деревня κοντινό χωριό.
|| (για απόσταση) σύντομος, μικρός, βραχύς•-ое путешествие μικρό ταξίδι•
недалёкий путь μικρός δρόμος.
2. πρόσφατος, ο εγγύς•-ое прошлое πρόσφατο παρελθόν•
-ое будущее το εγγύς μέλλον.
3. (με σημ. κατηγ.) κοντεύω, πλησιάζω είμαι έτοιμος.4. (για συγγένεια) κοντινός•-ие родственники οι κοντινοί συγγενείς.
5. περιορισμένος (κατά την αντίληψη), ευήθης, μωρός.εκφρ.- го ума – περιορισμένης αντίληψης, κοντόφθαλμος. -
32 огонь
огня α.1. (μόνο στον ενκ.) φωτιά, πυρ, πυρά•развести огонь ανάβω φωτιά•
сгореть в -έ καίγομαι στη φωτιά•
греться у огня ζεσταίνομαι στη φωτιά.
|| μτφ. αίσθημα δυνατό, φλόγα•он зажг ему огонь в грудь, в сердце αυτός του άναψε φλόγα στο στήθος,στην καρδιά.
|| μτφ. ένθερμος ζήλος, ζέση, θέρμη.2. φως•зажечь огонь ανάβω το φως•
погасить огонь σβήνω το φως•
светит огонь φέγγει το φως.
|| πλθ. -и τα φώτα. || μτφ. λάμψη•его глази горят -м τα μάτια του πετούν φλόγες.
3. (στρατ.) πυρ•огонь открыть огонь ανοίγω πυρ•
прекратить огонь σταματώ το πυρ ή τα πυρά•
перекрстный огонь διασταυρωμένα πυρά•
сосредоточенный огонь συγκεντρωτικά πυρά•
заградительный огонь φραγμός πυρών•
артиллерийский огонь πυρά πυροβολικού•
шквильный огонь καταιγισμός πυρών•
греческий огонь ελληνικό ή υγρό πυρ•
линия -я γραμμή πυρός огонь! πυρ! (παράγγελμα).
εκφρ.в -е:α) στην κάψα, στη φλόγα, στη φωτιά (για κατάσταση)• голова в - – καίει το κεφάλι•β) στη μάχη•в огонь и в воду готов – έτοιμος για τη φωτιά (αυτοθυσία)•из -я да в полымя – από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη•между двух -ей – μεταξύ δύο πυρών•- м и мечом – με τη φωτιά και το σίδερο, δια πυρός και σιδήρου•боиться как -я – φοβάμαι σαν ο διάβολος το λιβάνι•пройти огонь и воду (и ме-дныв трубы) – περνώ από το καμίνι της ζωής,υποφέρω πολλά. -
33 отлёт
-а α.αναχώρηση, πτήση, πέταγμα•-птиц αποδημία των πτηνών.
εκφρ.на -е – λίγο πιο πέρα, σε μικρή απόσταση•держать на отлте – κρατώ ανάμερα•держать на отлёт папиросу – κρατεί το τσιγάρο ανάμερα•быть на -е – είμαι έτοιμος για πτήση. -
34 отпор
-а α.απόκρουση•дать отпор врагу αποκρούω τον εχθρό•
быть готовым к -у είμαι έτοιμος ναποκρούσω.
|| αντίσταση•он встретил отпор αυτός συνάντησε αντίσταση.
|| μτφ. αντίκρουση. -
35 падать
ρ.δ.1. πέφτω•падать на змлю πέφτω στη γη•
падать с лошади πέφτω από το άλογο.
|| κατακάθομαι• λαχαίνω βγαίνω•-ет туман πέφτει ομίχλη•
выбор -ет на него η εκλογή πέφτει σ αυτόν•
зубк -ют τα δόντια πέφτουν•
ударение падает на последний слог ο τόνος πέφτει στη λήγουσα.
|| επιρρίπτομαι•тень -ет πέφτει σκιά•
свет -ет πέφτει φως.
|| ρίχνομαι•падать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά•
-на колени πέφτω στα γόνατα.
|| γέρνω, είμαι έτοιμος να πέσω, καταρρέω, γκρεμίζομαι.2. ρίχνω•-ал мокрый снег έπεφτε χιονόνερο.
3. (για ενδυμασία, μαλλιά κ.τ.τ.) κρέμομαι. || μτφ. κατέρχομαι, κατεβαίνω, εκτείνομαι προς τα κάτω Γορέ•-ет к морю το βουνό εκτείνεται προς τα κάτω ως τη θάλασσα.
4. μτφ. υποπίπτω•на него -ет подозрение αυτόν τον υποπτεύονται.
5. μτφ. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω ξεπέφτω• εξασθενίζω•ветер -ет ο αέρας ξεπέφτει•
давление -ет η πίεση ελαττώνεται•
цены на товары -ют οι τιμές στα εμπορεύματα πέφτουν•
авторитет его с каждым днём -ет το κύρος του κάθε μέρα και πέφτει.
6. ξεπέφτω ηθικά.7. χάνω τη σημασία, την αξία•падать в глазах кого-л. ξεπέφτω στα μάτια κάποιου.
8. ψοφώ.9. βλ. пасть1 (3, 4 σημ.).εκφρ.падать от смеха (со смеху) – λιγώνομαι από τα γέλια, πέφτω κάτω από τα γέλια•падать дзьсом – χάνω το ηθικό, πέφτει το ηθικό μου. -
36 пар
пар 1-а (-у), προθτ. о паре, на пару, πλθ. -ы, -ов α.ατμός, άχνα, αχνός•конденсация -а συμπύκνωση ατμού•
водняные -ы υδρατμοί•
ртутные -ы υδραργυρικοί ατμοί.
|| ομίχλη.εκφρ.винные -ы – αναθυμιάσεις κρασιού•на всех парах – ολοταχώς•под -ами а) – υπ ατμόν (έτοιμος για ξεκίνημα), β) (απλ.) πιομένος, σουρωμένος, μεθυσμένος.пар 2-а, προθτ. о паре, на пару, πλθ. -ы, -ов α.1. χωράφι χέρσο.2. αγρανάπαυση, ανάπαμα•восстановление плодородия путём -а επανάκτηση της γονιμότητας με αγρανάπαυση•
земля под -ом γη σε αγρανάπαυση.
-
37 плакать
плачу, плачешь, μτχ. ενστ. плачущийρ.δ.1. κλαίω, θρηνώ•горько плакать κλαίω πικρά•
плакать навзрыд κλαίω με λυγμούς, με ανα-φυλλητά.
|| λυπούμαι, θλίβομαι, συμπονώ.2. μτφ. (για άψυχα) ηχώ πένθιμα, λυπητερά.3. υγραίνομαι, καλύπτομαι από υδρατμούς..εκφρ.плакать в жилетку – ειρν. κλαίω (μεμψιμοιρώ) για την τύχη μου•палка -ет – σε περιμένει το παλούκι (κλαίει γιατί δε σε χτυπά)•тюрьма -ет – σε περιμένει η φυλακή (στενοχωρείται γιατί δε σε έχει μέσα).1. κλαίω, παραπονούμαι για την τύχη μου μεμψιμοιρώ.2. (απρόσ.) μου έρχεται να κλάψω, είμαι έτοιμος για να κλάψω.εκφρ.плакать в жилетку – βλ. 1 σημ. -
38 подписать
ρ.σ.μ.1. υπογράφω•подписать приказ υπογράφω δ ιαταγή•
подписать документ υπογράφω έγγραφο•
подписать вместе с другим προσυπογράφω•
подписать договор υπογράφω συνθήκη (συμφωνία).
2. γράφω στο τέλος•он -ал ещё несколько строчек αυτός έγραψε στο τέλος ακόμα μερικές σειρές.
3. (εγ)γράφω συνδρομητή (σε εφημερίδα, περιοδικό κ.τ.τ.).1. υπογράφω•я готов подписать под этим обеими-руками είμαι έτοιμος να υπογράψω αυτό με τα δυό τα χέρια(ολόψυχα).
2. εγγράφομαι•подписать на журнал εγγράφομαι (συνδρομητής) στο περιοδικό•
подписать на заем εγγράφομαι στο δάνειο.
-
39 препоясать
-яшу, -яшешьρ.σ.μ. παλ. περιζώνω, περιδένω.εκφρ.препоясать свой чресла – ετοιμάζομαι για ταξίδι, είμαι υπ ατμόν.ζώνομαι, βάζω τη ζώνη.εκφρ.препоясать на брань – είμαι έτοιμος για αγώνα. -
40 рад
-а, -оως κατηγ.1. χαίρω, -ομαι• είμαι ευτυχής•я весьма (очень), что вас вижу χαίρω πολύ που σας βλέπω (σας συνάντησα)•
я рад случаю поговорить είμαι ευτυχής, που μου δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσομε•
мать -а, что сын вернулся домой η μάνα είναι ευτυχής, που το παιόι γύρισε στο σπίτι•
ему везде -ы αυτός παντού είναι καλοδεχούμενος (ευπρόσδεκτος).
2. είμαι σύμφωνος, πρόθυμος, έτοιμος•я рад умереть за родину ευχαρίστως να πεθάνω για την πατρίδα.
εκφρ.и не -; (и) сам не рад – λυπούμαι(γι αυτό που συνέβηκε)• рад (или) не -; хоть рад хоть не рад θέλοντας μη θέλοντας, εκών, άκων.
См. также в других словарях:
ἑτοῖμος — at hand masc nom sg ἑτοῖμος at hand masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… … Dictionary of Greek
ἕτοιμος — ἕτοῑμος , ἑτοῖμος at hand masc nom sg (attic) ἕτοῑμος , ἑτοῖμος at hand masc/fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτοιμος — η, ο 1. για πρόσωπα, ο προετοιμασμένος για κάτι: Είναι όλα τα παιδιά έτοιμα για την εκδρομή. 2. ο πρόθυμος να κάνει κάτι ή να πάθει κάτι, ο τολμηρός, ο αποφασιστικός: Είμαι έτοιμος για όλα, αν χρειαστεί. 3. για πράγματα, αυτός που είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑτοῖμον — ἑτοῖμος at hand masc acc sg ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc sg ἑτοῖμος at hand masc/fem acc sg ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοῖμα — ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc pl ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοῖμοι — ἑτοῖμος at hand masc nom/voc pl ἑτοῖμος at hand masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοῖμαι — ἑτοῖμος at hand fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοιμότατ' — ἑτοῑμότατα , ἑτοῖμος at hand adverbial superl (attic) ἑτοῑμότατα , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc superl pl (attic) ἑτοῑμότατα , ἑτοῖμος at hand adverbial superl (attic) ἑτοῑμότατα , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc superl pl (attic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτοιμότερον — ἑτοῑμότερον , ἑτοῖμος at hand adverbial comp (attic) ἑτοῑμότερον , ἑτοῖμος at hand masc acc comp sg (attic) ἑτοῑμότερον , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc comp sg (attic) ἑτοῑμότερον , ἑτοῖμος at hand adverbial comp (attic) ἑτοῑμότερον ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕτοιμ' — ἕτοῑμα , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc pl (attic) ἕτοῑμα , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc pl (attic) ἕτοῑμε , ἑτοῖμος at hand masc voc sg (attic) ἕτοῑμε , ἑτοῖμος at hand masc/fem voc sg (attic) ἕτοῑμαι , ἑτοῖμος at hand fem nom/voc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)