Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ακόμα

  • 1 ακόμα

    [акома] επίρ. еще, даже,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακόμα

  • 2 ещё

    επίρ.
    1. ακόμα, επί πλέον, προσέτι•

    он глуп да ещё ленивый είναι κουτός και επί πλέον τεμπέλης•

    ещё раз ακόμα μι,α φορά•

    она жива αυτή είναι ακόμα ζωντανή•

    ещё скажите ему ακόμα πέστε του•

    ещё ему этого мало? ακόμα δεν του φτάνει; δεν είναι ευχαριστημένος;•

    нет ещё όχι ακόμα.

    2. μέχρι τώρα, ως τώρα•

    она ещё не спала αυτή ακόμα δεν κοιμήθηκε•

    он не женат ещё αυτός είναι ακόμα ανύπαντρος•

    я не устал ακόμα δεν κουράστηκα.

    3. πια, ήδη•

    дом сгорел ещё в прошлом году το σπίτι •κάηκε πια από πέρυσι.

    4. περισσότερο, πιο πολύ, ακόμα πιο•

    она стала ещё красивее αυτή έγινε πιο ομορφότερη.

    εκφρ.
    ещё бы – α) βέβαια, ναι, μάλιστα, ασφαλώς, εννοείται, και ρωτάς; θέλει ρώτημα;•
    нравится вам музыка чайковского? ещё-бы – σας αρέσει η μουσική του Τσαϊκόβσκι; ещё και ρωτάς (ακόμα), β) αυτό λείπει ακόμα•
    ещё ты был бы недоволен! – αυτό έλειπε (έφτανε) ακόμα να είσαι και δυσαρεστημένος!•
    ещё и ещё – ακόμα και ακόμα, κι άλλο κι. άλλο•
    а ещё... – (επιτίμηση) ακόμα...•
    чего вы лезете без очереди? а ещё в очках! – γιατί παραβιάζετε τη σειρά; ακόμα φοράτε και γυαλιά!•
    можно было привести ещё и ещё десятки примеров – μπορούσα να αραδιάσω δεκάδες παραδείγματα•
    все ещё – ως τώρα ακόμα, μέχρι τώρα ακόμα•
    он все ещё ждет – αυτός μέχρι τώρα περιμένει ακόμα.

    Большой русско-греческий словарь > ещё

  • 3 еще

    еще
    нареч в разн. знач. ἀκόμα, ἀκό-μη:
    налей мне \еще стакан чаю βάλε μου ἀκόμα ἕνα ποτήρι τσάΓ он стал \еще выше ψήλωσε κι· ἄλλο, ἔγινε ἀκόμα πιό ψηλός \еще раз ἄλλη μιά φορά, ἀκόμα μιά φορά· \еще и \еще ἀκόμα παραπάνω, δσα θές·\еще нет ὄχι ἀκόμα· я \еще не устал ἀκόμα δέν κουράστηκα· все \еще ἀκόμα, ὡς τώρα, μέχρι στιγμής· э́то было \еще летом αὐτό συνέβη τό καλοκαίρι ἀκόμα· \еще и сеи́час καί τώρα ἀκόμα· ◊ \еще бы! βέβαια!, ἀσφαλώς!· вот \ещеΙ νἄτα μας!, ὀρίστε μας!, αὐτό μᾶς Ελειπε!

    Русско-новогреческий словарь > еще

  • 4 ещё

    ещё в разн. знач. ακόμα, ακόμη \ещё раз άλλη μια φορά мы \ещё успеем... έχουμε καιρό ακόμη... я \ещё не готов δεν είμαι ακόμα έτοιμος \ещё нет όχι ακόμα \ещё вчера ακόμα και χτες дайте мне \ещё δώστε μου ακόμη ◇ \ещё бы! βέβαια!., αυτό έλειπε!
    * * *
    в разн. знач.
    ακόμα, ακόμη

    мы ещё успе́ем... — έχουμε καιρό ακόμη…

    я ещё не гото́в — δεν είμαι ακόμα έτοιμος

    ещё вчера́ — ακόμα και χτες

    да́йте мне ещё — δώστε μου ακόμη

    ••

    ещё бы! — βέβαια!, αυτό έλειπε!

    Русско-греческий словарь > ещё

  • 5 да

    да 1
    μόριο
    1. βεβαιωτικό• ναι, μάλιστα•

    все здесь? да да όλοι είναι εδώ; да ναί•

    отвечайте: да или нет απαντάτε: ναι ή όχι•

    хочешь чаю? да да θέλεις τσάι; да ναι.

    || πραγματικά, αλήθεια•

    там было хорошо, да, очень хорошо εκεί ήταν καλά, πραγματικά, πολύ καλά.

    2. (ξαφνική ενθύμηση) α ναι•

    я, кажется, все сказал...да! вот еще νομίζω πως τα είπα ολα... α ναι! να ακόμα τι.

    3. (δυσπιστία, αντίρρηση κλπ.) ναι πως, αμ πως•

    я хлопочу чтобы ты скорее отправиться. да да хлопочешь εγώ φροντίζω ν’ αναχωρήσεις το γρηγορότερο. Αμ πως φροντίζεις.

    4. (ερωτηματικό) ναι; αλήθεια;•

    я изменился, да? εγώ άλλαξα, ναι;

    5. (επιτακτικό) δα, ντε, και, λοιπόν•

    кто сказал? да да тот ποιος είπε; Εκείνος δα•

    да что с вами говорить! και τι να πω με σας!•

    куда идти? да да прямо κατά πού νά πάω;-Κατ’ ευθεία δα (ντε)•

    да отправляйтесь вы поскорее αναχωρείτε λοιπόν το γρηγορότερο.

    || (μέσα στην πρόταση και μπροστά από το κατηγορούμενο επιτείνει τη σημασία) να• και.
    6. (επίμονη παράκληση, παρότρυνση) δά•

    да садись, садись, чего ты стоишь! κάθισε δα,κάθισε,τι στέκεσαι ορθός! || (επιτακτικό-προτρεπτικό)• άιντε, έλα•

    да ну, брат, поскорее! άιντε, καημένε, πιο γρήγορα!

    7. (με προστακτική και σημασία υποθετική• και αν (ακόμα)•

    да будь он... κι αν ακόμα αυτός...

    8. (με ρήμα 3ου ενκ. προσ. ενεστώτα και μέλλοντα)• άς, είθε να• ζήτω•

    да здравствует мир во всем мире! ζήτω η ειρήνη σ’ όλο τόν κόσμο!•

    да здравствует дружба меаду народами! ζήτω η φιλία ανάμεσα στους λαούς!

    εκφρ.
    ну да! – (απλ.) αμπώς! (вот) это да! (απλ.) αυτό μάλιστα! (για θαυμασμό, επιδοκιμασία)•
    аи даβλ. ай; ну да (απλ.) βλ. да 1 (1, 3 σημ.).
    да 2
    σύνδ.
    1. συμπ λκ. και•

    он да я αυτός κι εγώ•

    день да ночь μέρα και νύχτα•

    хлеб да соль ψωμί κι αλάτι.

    2. επίτακτ. καί, επί•

    шел я ночью один, да еще лесом βάδιζα τη νύχτα μόνος κι ακόμα (επί πλέον) μέσα στο δάσος.

    3. σύνδ. αντιθετικός• όμως, αλλά, μα•

    я согласен, да только с условием είμαι σύμφωνος, όμως μ’ ένα όρο.

    εκφρ.
    да и... – α) και. β) ξαφνικά, απότομα•
    жил, жил, да помер – έζησε, έζησε και ξαφνικά πέθανε, γ) επί πλέον, και., ακόμα•
    да и говорить-то об этом не стоит – ακόμα και να μιλήσεις γι’ αυτό δεν αξίζει•
    да и только – (καί) μόνο, διαρκώς•
    плачет, да и только – κλαίει και μόνο (συνεχώς)•
    смеется, да и только – γελά ακατάπαυστα.

    Большой русско-греческий словарь > да

  • 6 даже

    даже ακόμα και, ως και я \даже не подумал ούτε καν το σκέφτηκα если \даже και αν ακόμα
    * * *
    ακόμα και, ως και

    я да́же не поду́мал — ούτε καν το σκέφτηκα

    е́сли да́же — και αν ακόμα

    Русско-греческий словарь > даже

  • 7 далеко

    далеко μακριά ещё \далеко ид ти? είναι ακόμα μακριά; έχου με πολύ δρόμο ακόμα; очень \далеко πολύ μακριά не очень \далеко όχι πολύ μακριά ◇ \далеко за полночь αργά μετά τα μεσάνυχτα
    * * *

    ещё далеко́ идти́? — είναι ακόμα μακριά; έχουμε πολύ δρόμο ακόμα

    о́чень далеко́ — πολύ μακριά

    не о́чень далеко́ — όχι πολύ μακριά

    ••

    далеко́ за́ полночь — αργά μετά τα μεσάνυχτα

    Русско-греческий словарь > далеко

  • 8 хоть

    хоть
    1. союз (даже, если, несмотря на то, что) ἄν καί, μολονότι, ἔστω καί, ἀκόμα καί:
    \хоть и поздно, я все же приду́ ἄν καί εἶναι ἀργά θά ἔρθω· \хоть видит о́ко, да зуб неймет посл. δέν εἶναι γιά τά δόντια μας·
    2. союз (можно, впору):
    \хоть отбавляй δσο θέλεις· \хоть умри δτι καί νά κάνεις· темно́, \хоть глаз выколи εἶναι σκοτάδι πίσσα· \хоть убей не помню μού εἶναι ἀδύνατο νά θυμηθώ·
    3. частица (даже) ἀκόμα καί, ἔστω καί:
    \хоть сеи́час ἄν θέλεις καί τώρα ἀκόμά вы можете остаться здесь \хоть на месяц μπορείτε νά μείνετε ἐδῶ ἀκόμα καί ἕνα μήνα·
    4. частица (по крайней мере) τουλαχιστο[ν]:
    вы бы \хоть о других подумали δέν σκεφθήκατε τουλάχιστον τους ἄλλους· 5.:
    \хоть бы τουλάχιστο νά...· \хоть бы он пришел поскорей! ἄς ἐρχότανε τουλάχιστο γρη-γορώτερα!· \хоть бы лето пришло поскорее νά ἐρχόντανε τουλάχιστο γρήγορα τό καλοκαίρι· он парень \хоть куда! εἶναι παιδί ἀπ' τά λίγα!

    Русско-новогреческий словарь > хоть

  • 9 добавить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    προσθέτω, επιπροσθέτω, συμπληρώνω, βάζω επί πλέον, ακόμα•

    -ьте мне супу βάλτε μου ακόμα σούπα•

    сколько денег не хватают, я -влю όσα χρήματα δε φτάνουν, θα τα βάλλω εγώ.

    || λέγω γράφω επί πλέον, ακόμα•

    добавить следующее έχω να προσθέσω το εξής•

    мне нечего добавить к тому δεν έχω να προσθέσω τίποτε σ' αυτό.

    προστίθεμαι•

    -лось ещё одно огорчание προστέθηκε ακόμα μια στενοχώρια (θλίψη).

    Большой русско-греческий словарь > добавить

  • 10 светло

    светло
    1. нареч εἶναι ἀκόμα μέρα, φέγγει ἀκόμα·
    2. предик безл:
    мне \светло ἐγώ βλέπω ἀκόμα· в комнате \светло στό δωμάτιο ἐχει φως.

    Русско-новогреческий словарь > светло

  • 11 даже

    (μόριο, επιτακτικό) κι ακόμα, κιόλας, επιπρόσθετα, επί πλέον•

    он потерял все свое состояние и даже жизнь αυτός έχασε όλη την περιουοία του, ακόμα και τη ζωή του•

    он любит даже своих врагов αυτός αγαπά ακόμα και τους εχθρούς του.

    Большой русско-греческий словарь > даже

  • 12 дорасти

    -расту, -стшь, παρλθ. χρ. дорос, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. доросший ρ.δ.
    1. μεγαλώνω, αναπτύσσομαι ως•

    дерево -лс до крыши дома το δέντρο έφτασε ως τη στέγη του σπιτιού.

    2. φτάνω στην ηλικία•

    он ещё не -рос, чтобы ходить в кино αυτός είναι ακόμα μικρός για να πηγαίνει στον κινηματογράφο•

    они не -сли до философии (μτφ.) αυτοί είναι μικροί ακόμα για φιλοσοφία.

    εκφρ.
    нос не -рос – (αστ.) είναι (είσαι κλπ.) μικρός ακόμα.

    Большой русско-греческий словарь > дорасти

  • 13 и

    и 1
    ουδ.
    άκλ. είναι το δέκατο γράμμα του ρωσικού αλφάβητου και αντιστοιχεί με την προφορά των ελληνικών «ι».
    и 2
    1. συμπλκ. και• συνδέει ομογενή μέλη της πρότασης, προτάσεις ή και ξεχωριστές λέξεις•

    я работаю и учусь εργάζομαι και σπουδάζω•

    я и ты εγώ και συ•

    отец и мать ο πατέρας και η μητέρα•

    стыд и срам ντροπή και αίσχος•

    был дал сигнал и раздался залп δόθηκε το σύνθημα και ακούστηκε η ομοβροντία.

    2. επιτακτικός (της ακόλουθης λέξης)• ακόμα, όλο και•

    метель становилась сильнее и сильнее η χιονοθύελλα γινόταν όλο και δυνατότερη.

    3. εναντιωματικός• αν και, μολονότι•

    мы и пошли, да нас не пустили αν και πήγαμε, (όμως) δεν μας επέτρεψαν να μπούμε μέσα.

    4 αντιθετικός• όμως, αλλά•

    он обещал прийти и не пришёл αυτός υποσχέθηκε πως θα έρθει, όμως δεν ήρθε ή και δεν ήρθε.

    5. επιτακτικός-εμφαντικός• και•

    и как ты добрался до сюда? και πως κατόρθωσες να φτάσεις ως εδώ;

    6. μόριο• επίσης, το ίδιο•

    и в этом случае экономика играет главную роль κι εδώ η οικονομία παίζει τον κύριο ρολό.

    || ακόμα•

    не хочу и доброй ночи пожелать тебе δε θέλω ακόμα να σου πώ (ευχηθώ) καληνύχτα.

    7. επιφώνημα σε ένδειξη ασυμφωνίας η σε μεγάλο βαθμό• ίιι, πω-πω-πω•

    и-и-и, какой вздор! ίιι τι ανοησία!•

    и-и-и сколько много! πω-πω-πω τι πολλά! ή πολύ!

    Большой русско-греческий словарь > и

  • 14 подбавить

    -влю, -вишь ρ.σ.μ.
    επιπροσθέτω, προσθέτω λίγο, ρίχνω, βάζω ακόμα λίγο•

    сахар в чай ρίχνω ακόμα λίγο ζάχαρη στο τσάι•

    подбавить в пчку дров βάζω ακόμα λίγα ξύλα στη θερμάστρα.

    αυξαινω, -ομαι, γίνομαι περισσότερος, πληθύνομαι•

    народу у входа -лось το πλήθος στην είσοδο μεγάλωσε.

    Большой русско-греческий словарь > подбавить

  • 15 подлить

    подолью, подольшь, παρλθ. χρ. подлил, -ла, -лило κ. подлил, подлило, προστκ. подлей παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подлитый κ. подлитый, βρ: подлит κ. подлит, -а, подлито κ. подлито
    ρ.σ.μ. χύνω επιπρόσθετα, ακόμα λίγο•

    подлить соус ρίχνω ακόμα λίγο σάλτσα•

    подлить вина в стакан ρίχνω λίγο ακόμα κρασί στο ποτήρι.

    || χύνω, ρίχνω από τα κάτω•

    подлить воду под колесо ρίχνω νερό κάτω από τον τροχό.

    εκφρ.
    масло в огонь – ρίχνω λάδι στη φωτιά (επιδεινώνω (παροξύνω) την κατάσταση.
    χύνομαι, ρίχνομαι από κάτω.

    Большой русско-греческий словарь > подлить

  • 16 прибавить

    -влго -вишь ρ.σ.μ.
    1. βάζω επιπρόσθετα, προσθέτω συμπληρωματικά, βάζω και άλλο, ακόμα λίγο•

    прибавить сахару βάζω ακόμα λίγη ζάχαρη•

    прибавить вина в стакан ρίχνω ακόμα λίγο κρασί στο ποτήρι.

    2. αυξαινω, ανεβάζω•

    -зарплату αυξαίνω τις αποδοχές•

    прибавить огня в лампе ανεβάζω το φως της λάμπας.

    3. βάζω, αυξαίνω κατά το βάρος•

    на курорте она -ла несколько килограммов στη λουτρόπολη αυτή έβαλε κάμποσα κιλά.

    4. αμ. προσθέτω, λέγω•

    не забудьте, -ил он, что я скоро ухожу μην ξεχνάτε, πρόσθεσε αυτός, ότι γρήγορα φεύγω.

    5. υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, τα παραλέω, τα παραφουσκώνω.
    6. κάνω αριθμητική πρόσθεση•

    прибавить три к семи προσθέτω τρία και εφτά.

    προστίθεμαι, προσθέτομαι, αυξαίνομαι, μεγαλώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    день -лся η μέρα μεγάλωσε•

    он -лся на пять килограммов αυτός έβαλε (αύξησε το βάρος του) πέντε κιλά•

    вода -лась η στάθμη του νερού ανέβηκε•

    к бедности -лась ещё и болезнь στη φτώχεια προστέθηκε και η αρρώστεια.

    Большой русско-греческий словарь > прибавить

  • 17 впереди

    впереди 1. нареч. 1) (ε)μπ— ρός, μπροστά станем \впереди ας σταθούμε μπρος 2) (в буду щем): у нас \впереди ещё есть время έχουμε ακόμα καιρό 2. предлог μπροστά \впереди нас μπροστά μας; \впереди всех μπροστά απ'όλους
    * * *
    1. нареч.
    1) (ε)μπρός, μπροστά

    ста́нем впереди́ — ας σταθούμε μπρος

    у нас впереди́ ещё есть вре́мя — έχουμε ακόμα καιρό

    2. предлог

    впереди́ нас — μπροστά μας

    впереди́ всех — μπροστά απ'όλους

    Русско-греческий словарь > впереди

  • 18 если

    если αν, εάν" \если хотите αν θέλετε \если только αν όμως \если даже ακόμα και αν
    * * *
    αν, εάν

    е́сли хоти́те — αν θέλετε

    е́сли то́лько — αν όμως

    е́сли да́же — ακόμα και αν

    Русско-греческий словарь > если

  • 19 нигде

    нигде πουθενά" его \нигде нет πουθενά δεν είναι (или δε βρίσκεται)· мы ещё \нигде не были δεν πήγαμε ακόμα πουθενά
    * * *

    его́ нигде́ нет — πουθενά δεν είναι ( или δε βρίσκεται)

    мы ещё нигде́ не́ были — δεν πήγαμε ακόμα πουθενά

    Русско-греческий словарь > нигде

  • 20 рано

    рано 1. (ε)νωρίς· \рано утром πολύ πρωί 2. предик, είναι νωρίς· ещё \рано είναι νωρίς ακόμα
    * * *
    1.

    ра́но у́тром — πολύ πρωί

    2. предик.

    ещё ра́но — είναι νωρίς ακόμα

    Русско-греческий словарь > рано

См. также в других словарях:

  • ακόμα — επίρρ. βλ. ακόμη …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»