-
1 Περσης
I- ου ὅ Перс1) сын титана Крия и Эврибии, муж Астерии, отец Гекаты Hes.2) сын Персея и Андромеды, миф. родоначальник персов Her.3) брат Гесиода Hes.II -
2 Πέρσης
-
3 Πέρσης
[пэрсис] ουσ α Перс. -
4 Περσαι
-
5 Περσαν
-
6 αντιδιαβαινω
переправляться навстречу(ἐπειδέ ὅ Πέρσης ἐπὴ τέν Ἑλλάδα διέβη, ἀντιδιαβῆναι ἐπ΄ αὐτόν Xen.)
-
7 αυτανδρος
-
8 δυσβατος
21) труднопроходимый, малодоступный(τόποι Arst., Polyb., Diod.; χώρα Plut.)
2) трудноодолимый, трудный(ἀμαχανίαι Pind.)
3) злосчастный, злополучный(Περσὴς αἶα Aesch. - v. l. δυσβάϋκτος)
-
9 μισοπερσης
-
10 Περσειδης
-
11 Περσικος
I3[Πέρσης II] персидскийΠ. κόλπος Arst. — Персидский залив;
Περσικέ ὄρνις Arph. — петухII3[Περσεύς 3] персеев Polyb.
См. также в других словарях:
Πέρσης — Πέρσευς masc nom pl Πέρσευς masc nom/voc pl Πέρσης a throw on the dice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέρσης — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του τιτάνα Κρείου και της Ευρύβιας. Ήταν πατέρας της Εκάτης από την Αστερία, την αδελφή της Λητούς. Το προελληνικό αυτό όνομα σχετίζεται με θεότητες του κάτω κόσμου, για παράδειγμα, Περσεφόνη,… … Dictionary of Greek
Πέρσης — ο κάτοικος της Περσίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πέρσης — πέρσις sacking fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιάκωβος ο Πέρσης — (5ος αι.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Περσία και έζησε στα χρόνια του βασιλιά Ισδιγέρδου Α’ (399 420). Αν και ήταν χριστιανός, δελεάστηκε από προσφορές του Πέρση βασιλιά και απαρνήθηκε την πίστη του. Όταν μετανόησε,… … Dictionary of Greek
Σααντί — Πέρσης ποιητής (Σιράζ 1184 1291). Εκτός από μια μεγάλη λυρική ποιητική συλλογή (ντιβάν), έγραψε το ηθικοδιδακτικό ποίημα Ο κήπος και το θαυμάσιο Γκιουλιστάν, σε ρυθμικό πεζό λόγο, που εναλλάσσεται με στίχους. Σε αυτό με σύντομα ηθοπλαστικά… … Dictionary of Greek
Πέρσαι — Πέρσης a throw on the dice masc nom/voc pl Πέρσᾱͅ , Πέρσης a throw on the dice masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαβάκης — Πέρσης σατράπης της Αιγύπτου, την εποχή του Δαρείου του Κοδομανού. Σκοτώθηκε, σύμφωνα με μαρτυρίες του Αρριανού, στη μάχη της Ισσού του 333 π.Χ. Από το Διόδωρο το Σικελιώτη αναφέρεται ως Τασιάκης … Dictionary of Greek
Τάβαλος — Πέρσης σατράπης, τον οποίο ο Κύρος ο πρεσβύτερος άφησε ως αρχηγό της φρουράς των Σάρδεων, μετά την Άλωση της Πόλης το 546 π.Χ., για να εξακολουθήσει την κατάκτηση της Μικράς Ασίας. Πολιορκήθηκε από τον Λυδό Πάκτυο, στον οποίο ο Κύρος εμπιστεύθηκε … Dictionary of Greek
Τισσαφέρνης — Πέρσης σατράπης, που έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στην προσπάθεια της Περσίας να επανακτήσει τις ιωνικές ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας. Όταν το 413 π.Χ. ο Δαρείος B’ αποφάσισε να ξαναπάρει αυτές τις πόλεις από την Αθήνα, ο T., που ήταν τότε… … Dictionary of Greek
Φαρνάβαζος — Πέρσης σατράπης της Φρυγίας του Ελλησπόντου περίπου μεταξύ 413 και 370 π.Χ. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο ευνοούσε τη Σπάρτη και διέταξε τη θανάτωση του Αλκιβιάδη που είχε καταφύγει κοντά του. Αργότερα ωστόσο πλησίασε την Αθήνα και μαζί με τον… … Dictionary of Greek