Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

Μοῖρα

  • 1 parsel

    μοίρα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > parsel

  • 2 kader

    μοίρα, πεπρωμένο, τύχη, ριζικό, ειμαρμένη, γραφτό

    Türkçe-Yunanca Sözlük > kader

  • 3 yazgı

    μοίρα, γραφτό, πεπρωμένο

    Türkçe-Yunanca Sözlük > yazgı

  • 4 градус

    градус м 1) ο βαθμός сколько сегодня \градусов? πόσους βαθμούς (или τι θερμοκρασία) έχουμε σήμερα; 2) геогр. η μοίρα
    * * *
    м
    1) ο βαθμός

    ско́лько сего́дня гра́дусов? — πόσους βαθμούς ( или τιθερμοκρασία) έχουμε σήμερα

    2) геогр. η μοίρα

    Русско-греческий словарь > градус

  • 5 судьба

    судьба ж η μοίρα, το γραφτό, η τύχη
    * * *
    ж
    η μοίρα, το γραφτό, η τύχη

    Русско-греческий словарь > судьба

  • 6 доля

    дол||я
    ж I. (часть) τό μερίδιο[ν], τό μέρος, τό μερτικό, ἡ μερίδα [-ίς], ἡ δόση[-ις]:
    пятая \доля τό ἕνα πέμπτο· на мою \доляЮ пришлось сто рублей στό μερτικό μου Επεσαν ἐκατό ρούβλια· делить на \доляи χωρίζω σέ μερίδια· книга в четвертую \доляю листа τό σχήμα τέταρτον (βιβλίου)· \доля истины ἡ δόση ἀληθείας· \доля здравого смысла μιά σταγόνα λογικό·
    2. анат., бот. ὁ λοβός·
    3. (участь) ἡ τύχη, ἡ μοίρα:
    счастливая \доля ἡ καλή μοίρα· выпасть на \доляю ήταν τῆς τύχης, μοῦ ἐλαχε; на нашу \доляю выпала честь μας ἔλαχε ἡ τιμή· ◊ львиная \доля ἡ μερίδα τοῦ λέοντος· входить в \доляю с кем-л. συνεταιρίζομαι μέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > доля

  • 7 доска

    доск||а
    ж
    1. ἡ σανίδα [-ίς], τό σανίδι:
    дубовые \доскаи τά δρύϊνα σανίδια· толстая \доска τό μαδέρΓ настилать \доскаи σανιδώνω, σανιδώ·
    2. (пластина, плита) ἡ πλάκα, ὁ πίνακας:
    мраморная \доска ἡ μαρμάρινη πλάκα· классная \доска ὁ (μαυρο)πίνακας· грифельная \доска ἡ σχολική πλάκα· шахматная \доска ἡ σκακιέρα, ὁ ἄβαξ ζατρι-κίου· распределительная \доска эл. πίνακας διανομής ήλεκτρικοῦ ρεύματος· наборная \доска полигр. ἡ τοπογραφική πλάκα· мемориальная \доска ἡ ἀναμνηστική πλάκα· \доска почета ὁ πίνακας τιμής· ◊ от \доскай до \доскай разг ἀπό τήν ἀρχή ὡς τό τέλος· ставить на одну́ доску βάζω στήν ἰδια μοίρα, βάζω σέ ἰση μοίρα· до гробовой \доскай ὡς τόν τάφο.

    Русско-новогреческий словарь > доска

  • 8 удел

    удел
    м
    1. (участь) ἡ μοίρα, ἡ τύχη, τό ριζικό:
    счастливый \удел ἡ καλή μοίρα·
    2. (владение князя) ист. τό πατρογονικό κτήμα, ἡ κληρονομιά

    Русско-новогреческий словарь > удел

  • 9 участь

    участь
    ж ἡ μοίρα, ἡ τύχη:
    горькая \участь ἡ μαύρη μοίρα· счастли́вая \участь ἡ καλή τύχη· разделить чью-л, \участь συμμερίζομαι τήν τύχη κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > участь

  • 10 градус

    α.
    1. μοίρα•

    угол в 45 -ов γωνία 45 μοιρών•

    градус широты μοίρα γεωγραφικού πλάτους.

    2. βαθμός θερμομέτρου κλπ. οργάνων•

    температура у больного 40 -ов ο άρρωστος έχει 40 πυρετό•

    коньяк 65 -ов κονιάκ 65 βαθμούς.

    εκφρ.
    в последнем -е – στο τελευταίο στάδιο•
    чахотка в последнем -е – φυματίωση στο τελευταίο στάδιο•
    под -ом – λίγο πιομένος, εν ευθυμία, στο κέφι, κεφάτος.

    Большой русско-греческий словарь > градус

  • 11 дивизион

    α.
    ουλαμός• μοίρα•

    артиллерийский дивизион ουλαμός πυροβολικού•

    дивизион миноносцев μοίρα τορπιλοβόλων.

    Большой русско-греческий словарь > дивизион

  • 12 доля

    γεν. πλθ. -ей θ.
    1. μερίδιο, μερίδα, μέρισμα, μέρος, μερτικό, μοίρα, μοιράδι(ο)•

    делить на равные -и χωρίζω σε ίσια μέρη•

    это имение досталось на -ю αυτό το κτήμα μού 'πέσε στο μερτικό μου•

    моя доля наследства το μερίδιο μου από την κληρονομιά•

    капика есть сотая доля рубля το καπίκι είναι το ένα εκατοστό του ρουβλιού•

    третья, четвртая, гитая доля листа σχήμα φύλλου σε ένα τρίτο, τέταρτο, πέμπτο.

    || δόση, κόκκος•

    в его словах не было и -и истины στα λόγιατου δεν υπήρχε ούτε κόκκος αλήθειας•

    доля здравого смысла κόκκος ορθού λόγου (λογικής σκέψης)•

    2. τύχη, μοίρα, ειμαρμένη, ριζικό. || (απλ.) ευτυχία.
    3. παλ. ρωσικό μέτρο βάρους ίσον προς 44 χιλιοστά του γραμμαρίου.
    εκφρ.
    быть в -е – είμαι μέτοχος•
    войти в -го – μπαίνω μέτοχος, γίνομαι μέτοχος•
    принять в -ю – παίρνω μέτοχο•
    на -ю – στο μερίδιο•
    на мою -ю – στο μερίδιο μου.

    Большой русско-греческий словарь > доля

  • 13 приравнять

    ρ.σ. εξισώνω, βάζω στην ίδια μοίρα• συγκρίνω•

    приравнять его знания к моим βάζω τις γνώσεις του ίσες με τις δικές μου.

    εξισώνομαι, μπαίνω στην ίδια μοίρα, συγκρ ίνο-μαι.

    Большой русско-греческий словарь > приравнять

  • 14 Fate

    subs.
    Destiny: P. and V. τὸ χρεών (Plat. but rare P.), μοῖρα, ἡ (Plat. but rare P.). P. ἡ εἱμαρμένη, V. ἡ πεπρωμένη, μόρος, ὁ, πότμος, ὁ, αἶσα, ἡ, τὸ μόρσιμον, τὸ χρῆν (Eur., I.T. 1486).
    The Fates: P. and V. Μοῖραι (Plat., Rep. 617C).
    One's lot: P. and V. δαίμων, ὁ, πθος, τό, πθημα, τό.
    Fortune: P. and V. τύχη, ἡ, συμφορά, ἡ.
    Death: P. and V. θνατος, ὁ, τελευτή, ἡ; see Death.
    Foreseeing the fate to which they are hurrying: P. προορώμενοι εἰς οἷα φέρονται (Thuc. 5, 111).
    ——————
    Μοῖρα, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fate

  • 15 Part

    subs.
    Portion, share: P. and V. μέρος, τό, μοῖρα, ἡ, P. μόριον, τό, V. λχος, τό.
    Division: P. and V. μερς, ἡ, μέρος, τό, μοῖρα, ἡ.
    Direction: see Direction.
    Part in a play: P. σχῆμα, τό.
    I did not abandon the part of a patriot in the hour of danger: P. ἐγὼ τὴν τῆς εὐνοίας τάξιν ἐν τοῖς δεινοῖς οὐκ ἔλιπον (Dem. 286).
    It is a wise man's part: P. and V. σοφοῦ ἀνδρός ἐστι or σοφοῦ πρὸς ἀνδρός ἐστι.
    The part of an accomplice: V. τὸ συνδρῶν χρέος (Eur., And. 337).
    In part: P. μέρος τι; see Partly.
    For my part: V. τοὐμὸν μέρος.
    I for my part: P. and V. ἔγωγε.
    For the most part: P. ὡς ἐπὶ πολύ, τὰ πολλά.
    You have no part in: P. and V. οὐ σοὶ μέτεστι (gen.).
    Take part in: P. and V. κοινωνεῖν (gen.), κοινοῦσθαι (acc. or gen.), μετέχειν (gen.), συναίρεσθαι (acc. or gen.); see Share.
    Take ( a person's) part: P. and V. εὐνοεῖν (τινί), τ (τινος) φρονεῖν, P. εὐνοϊκῶς ἔχειν (τινί); see side with.
    Take in good part: P. and V. ῥᾳδίως φέρειν (acc.).
    Parts, natural capacity: P. and V. δναμις, ἡ.
    Character: P. and V. ἦθος, τό, τρόπος, ὁ, or pl.
    Cleverness: P. and V. σοφία, ἡ. φρόνησις, ἡ; see Cleverness.
    Quarters: P. and V. τόποι, οἱ.
    Be in foreign parts, v.: Ar. and P. ποδημεῖν.
    From all parts: see from every direction, under Direction.
    ——————
    v. trans.
    Separate: P. and V. χωρίζειν, σχίζειν, διείργειν, διαλαμβνειν, διαιρεῖν, διιστναι (Eur., frag.), Ar. and P. διαχωρίζειν, διασπᾶν, V. νοσφσαι ( 1st aor. act. of νοσφίζεσθαι), P. διασχίζειν.
    Cut off: P. ἀπολαμβνειν, διαλαμβνειν.
    Separate locally ( as a dividing line): P. and V. σχίζειν.
    About the river Tanaus that parts the borders of the Argive land and the soil of Sparta: V. ἀμφὶ ποταμὸν Ταναὸν Ἀργείας ὅρους τέμνοντα γαίας Σπαρτιάτιδός τε γῆς (Eur., El. 410).
    V. intrans. Fork ( of a road): P. and V. σχίζεσθαι.
    Break: P. and V. ῥήγνυσθαι; see Break.
    Of themselves the fetters parted from their feet: V. αὐτόματα δʼ αὐταῖς δεσμὰ διελύθη ποδῶν (Eur., Bacch. 447).
    Be separated, go different ways: P. and V. χωρίζεσθαι, φίστασθαι, διίστασθαι. Ar. and P. διακρνεσθαι.
    When we parted: P. ἐπειδὴ ἀπηλλάγημεν (Dem. 1169).
    Part from: P. and V. φίστασθαι (gen.), V. ποζεύγνυσθαι (gen.) (Eur., H.F. 1375).
    Part with: P. and V. παλλάσσεσθαι (gen.), φίστασθαι (gen.), πολείπεσθαι (gen.).
    Be deprived of: see under Deprive.
    Give: see Give.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Part

  • 16 Portion

    subs.
    Share: P. and V. μέρος, τό, μοῖρα, ἡ, P. μόριον, τό, V. λχος, τό.
    Division: P. and V. μερς, ἡ, μέρος, τό, μοῖρα, ἡ.
    Allowance: V. μέτρημα, τό.
    Fate, destiny: see Destiny.
    It is no longer our portion, poor wretches that we are, to behold god's light: V. φέγγος εἰσορᾶν θεοῦ τόδʼ οὐκέθʼ ἡμῖν τοῖς ταλαιπώροις μέτα (Eur., Or. 1025).
    Dowry: P. προίξ, ἡ, P. and V. φερνή, ἡ.
    Bridal gifts: V. ἕδνα, τά (Eur., And. 2, 153, 873); see Dowry.
    Inheritance: P. and V. κλῆρος, ὁ; see Inheritance.
    ——————
    v. trans.
    Distribute: P. and V. νέμειν, διαδιδόναι, P. ἐπινέμειν, ἀπονέμειν, κατανέμειν, Ar. and P. διανέμειν, V. ἐνδατεῖσθαι.
    Measure out: P. and V. μετρεῖν, P. διαμετρεῖν, V. ἐκμετρεῖν (or mid.) (also Xen. but rare P.).
    Portion off, dower: P. and V. ἐκδιδόναι (or mid.).
    Help to portion: P. συνεκδιδόναι (τινί τινα).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Portion

  • 17 градус

    1. (угловой) η μοίρα (της γωνίας, του τόξου) 2. (температурный) о βαθμός 3. (единица измерения плотности жидкости, крепости спирта) о βαθμός.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > градус

  • 18 угловой

    γωνιακός
    - градус η μοίρα του τόξου.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > угловой

  • 19 эскадра

    мор. η μοίρα του στόλου.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эскадра

  • 20 эскадрилья

    ав. το σμήνος, η μοίρα των αεροσκαφών.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эскадрилья

См. также в других словарях:

  • μοίρα — μοίρᾱ , μοῖρα part fem nom/voc/acc dual μοίρᾱ , μοῖρα part fem nom/voc/acc dual (ionic) μοίρᾱ , μοῖρα part fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) μοίρᾱ , μοιράω share pres imperat act 2nd sg μοίρᾱ , μοιράω share imperf ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοίρᾳ — μοίρᾱͅ , μοῖρα part fem dat sg (attic doric aeolic) μοίρᾱͅ , μοῖρα part fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μοίρα — Μοίρᾱ , Μοῖρα part fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μοίρᾳ — Μοίρᾱͅ , Μοῖρα part fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μοῖρα — part fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοῖρα — part fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο …   Dictionary of Greek

  • μοίρα — η 1. τμήμα κάποιου όλου, τεμάχιο, κλήρος, μερίδιο: Έκοψε τις επαφές με την οικογένεια και αρνήθηκε ακόμα και τη νόμιμη μοίρα του. 2. τμήμα στόλου ή στρατού: Ναυτική μοίρα. 3. μονάδα μέτρησης των τόξων και των γωνιών, το 1/360 του κύκλου: Η γωνία… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοῖρᾳ — μοῖραι , μοῖρα part fem nom/voc pl μοῖραι , μοῖρα part fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μοῖρᾳ — Μοῖραι , Μοῖρα part fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοίρας — μοίρᾱς , μοῖρα part fem acc pl μοίρᾱς , μοῖρα part fem gen sg (attic doric aeolic) μοίρᾱς , μοῖρα part fem acc pl (ionic) μοίρᾱς , μοῖρα part fem gen sg (attic doric ionic aeolic) μοίρᾱς , μοιράω share pres ind act 2nd sg (attic) μοίρᾱς ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»