-
1 Ιταλία
Ἰταλίᾱ, ἸταλίαItaly: fem nom /voc /acc dualἸταλίᾱ, ἸταλίαItaly: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Ἰταλίαι, ἸταλίαItaly: fem nom /voc plἸταλίᾱͅ, ἸταλίαItaly: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Ιταλια
-
3 Ἰταλία
Grammatical information: f.Meaning: `Italy' (Hdt.). The word indicated originally only the south; only since Augustus does it stand for the wole.Derivatives: - ικός `Italian' (Pl.), f. - ίς, - ιδος `period of the (feast) Italika'; - ιώτης `Italian' ((Hdt.), f. - ιῶτις (Th.), - ίδης `id.' (AP), - ιωτικός `id.' (Pl.); - ός `Italian' (Parth.); - ιάζω `live in It.' H; - ίης `Italian' (Ion.).Etymology: Compared with Osc. vítelliú `Italy'. No etym. The comparison with vitulus `cow' will be a mere guess.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Ἰταλία
-
4 Ἰταλία
Ἰταλία, ας, ἡ (Soph., Ant. 1119; Hdt. 1, 24 al.; SIG 1229, 2 πλεύσας εἰς Ἰταλίαν; Philo; SibOr; oft. Joseph.) always w. the art. (B-D-F §261, 6) Italy Ac 18:2 (Jos., Ant. 16, 7 ἧκον ἀπὸ τῆς ʼΙτ.); 27:1, 6; Hb subscr. (no art.). οἱ ἀπὸ τ. Ἰταλίας Hb 13:24; s. ἀπό 3b.—Kl.-Pauly II, 1479–85 (lit.). -
5 Ἰταλία
Βλ. λ. Ιταλία -
6 Ἰταλίᾳ
Βλ. λ. Ιταλία -
7 Ἰταλία
{собств., 4}Весь Пиренейский полуостров между Альпами и Мессинским проливом (Деян. 18:2; 27:1, 6; Евр. 13:24).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Ἰταλία
-
8 Ιταλία
{собств., 4}Весь Пиренейский полуостров между Альпами и Мессинским проливом (Деян. 18:2; 27:1, 6; Евр. 13:24).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Ιταλία
-
9 Ιταλία
η Италия -
10 Ἰταλία
Италия.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἰταλία
-
11 Ἰταλία
-
12 Ιταλίας
-
13 Ἰταλίας
-
14 Ιταλίαι
-
15 Ἰταλίαι
-
16 Ιταλιη
-
17 Ιταλίαν
-
18 Ἰταλίαν
-
19 Ιταλίη
ἸταλίαItaly: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ἸταλίαItaly: fem dat sg (epic ionic) -
20 πολύ-βοτος
πολύ-βοτος, viel weidend, ernährend, Simmi. ov.; weidereich, Ἰταλία, D. Hal. 1, 37; in poet. Form πουλύβοτος αἰών Aesch. Spt. 730.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἰταλία — Ἰταλίᾱ , Ἰταλία Italy fem nom/voc/acc dual Ἰταλίᾱ , Ἰταλία Italy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ἰταλίᾳ — Ἰταλίαι , Ἰταλία Italy fem nom/voc pl Ἰταλίᾱͅ , Ἰταλία Italy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — η μεσογειακή χώρα της Ευρώπης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γκραν Σάσο ντ’ Ιτάλια — Ορεινό συγκρότημα της Ιταλίας, η ψηλότερη κορυφή (2.912 μ.) στα κεντρικά Απένινα … Dictionary of Greek
Ἰταλίας — Ἰταλίᾱς , Ἰταλία Italy fem acc pl Ἰταλίᾱς , Ἰταλία Italy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰταλίαι — Ἰταλία Italy fem nom/voc pl Ἰταλίᾱͅ , Ἰταλία Italy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰταλίαν — Ἰταλίᾱν , Ἰταλία Italy fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βρανάς, Κορτήσιος — (Ιταλία 1564 – 1605). Λόγιος κληρικός του καθολικισμού, συγγραφέας και επιγραμματοποιός. Καταγόταν από ελληνική οικογένεια της Ηπείρου. Το 1591 πήγε στη Νάπολη της Ιταλίας, όπου διορίστηκε προϊστάμενος της ελληνικής εκκλησίας των Αποστόλων Πέτρου … Dictionary of Greek
Ἰταλιῶν — Ἰταλία Italy fem gen pl Ἰταλιάζω live in Italy fut part act masc voc sg Ἰταλιάζω live in Italy fut part act neut nom/voc/acc sg Ἰταλιάζω live in Italy fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰταλίαις — Ἰταλία Italy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)