-
1 Ιταλιη
-
2 Ιταλίη
ἸταλίαItaly: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ἸταλίαItaly: fem dat sg (epic ionic) -
3 Ἰταλίη
Βλ. λ. Ιταλίη -
4 Ἰταλίῃ
Βλ. λ. Ιταλίη -
5 τεναγ-ώδης
τεναγ-ώδης, ες, flaches, seichtes Wasser habend, sumpfig; ἅλς, Ap. Rh. 4, 1264; Ἰταλίη, Ep. ad. 528 (VII, 714); καὶ βατὴ λίμνη, Pol. 10, 8, 7; – auch im Ggstz von πελάγιος, in stehendem Wasser lebend, σκορπίος, Ath. VII, 320 d.
-
6 Ιταλια
-
7 τεναγωδης
-
8 συγκυρέω
A come together by chance,μή πως συγκύρσειαν ὁδῷ ἔνι μώνυχες ἵπποι Il.23.435
; of ships, Hdt.8.92; meet with an accident,τῇδε συγκῦρσαι τύχῃ S.OC 1404
;κήτεσι πολλοῖς συγκεκυρηκέναι D.S.17.106
;τραγικοῖς πάθεσι Id.20.21
;εὐτυχίᾳ Phld.Mort.38
; εἰς ἓν μοίρας συνέκυρσας art involved in one and the same fate, E.Andr. 1172 (anap.).2 c. part., like τυγχάνω, συνέκυρσε θέων happened to be running, Emp.53; εἰ συνεκύρησε.. παραπεσοῦσα νηῦς whether it fell in the way by chance, Hdt. 8.87.II of events and accidents, happen, occur,ἢν δέ τι δεινὸν συγκύρσῃ Thgn.698
;τάδε οἶδα.. τοῖσι ἐν Ἰταλίῃ συγκυρήσαντα Hdt.4.15
; (lyr.); τίς τύχα μοι συγκυρήσει; Id.IT 874 (lyr.); τὰ συγκυρήσαντα what had occurred, Hdt.1.119, cf. D.S.1.1;ὃ καὶ συνεκύρησε Plb.2.65.7
, cf. Phld.Rh.1.132 S.;τὰ παρὰ τοῦ δαιμονίου -ήσαντα D.H.5.56
: impers., c. inf., συνεκύρησε γενέσθαι it came to pass that.., Hdt.9.90, cf. Hp.Oct.10:—[voice] Pass., (nisi leg. συγκεκρημένον).III of places, to be contiguous to,χώραις -οῦσαν θάλατταν Plb.3.59.7
, etc.;πρὸς τόπον Plu.Arist.11
;Ἐσεβὼν καὶ ταῖς -ούσαις αὐτῇ LXX Nu.21.25
.IV v. συγκύρω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκυρέω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский