-
1 τάρβος
A alarm, terror, Il.24.152, S.OT 296, etc.; περίφοβόν μ' ἔχει τ. A.Supp. 736 (lyr.); ἐν χρόνῳ ἀποφθίνει τὸ τ. Id.Ag. 858;ἀμφὶ τάρβει Id.Ch. 547
; ζωπυροῦσι τ. folld. by acc. of persons feared (cf.δέος 1
), Id.Th. 290 (lyr.).II an object of alarm, a fear or alarm, ἔχεις τι θάρσος τοῦδε τοῦ τάρβους πέρι; S.El. 412;πόλει τάρβος ἦσθα E.Ba. 1310
.--Poet. word, rare in Prose, as Aret. SD1.6, Plu.2.666b. (Cf. Skt. tarjati 'threaten', Lat. torvus.)
См. также в других словарях:
ταρβώ — έω και αιολ. τ. τάρβημι και βοιωτ. τ. τάρθειμι Α (ποιητ. τ.) 1. (αμτβ.) κατέχομαι από φόβο, από τρόμο, φοβάμαι, τρομάζω 2. (μτβ. με αιτ.) α) φοβάμαι, τρέμω κάτι β) σέβομαι κάτι 3. (το απαρμφ. ενεργ. ενεστ. με άρθρ. ως ουσ.) τὸ ταρβεῑν κατάσταση… … Dictionary of Greek