-
1 नौ
nau
cf. VPrāt. III, 85)
naú2) f. a ship, boat, vessel RV. etc. etc.;
(in astrol.) N. of a partic. appearance of the moon orᅠ of a constellation Var. ;
= vāc Nir. I, 11 ;
(either because prayer is a vessel leading to heaven orᅠ ft. 4. nu, « to praise»)
Cf. 2. nāva andᅠ 7. nu;
+ Gk. ναῦς, ναύτης, etc.;
Lat. nāvis, nau-ta, nau-fragus etc.;
Icel. nór;
Germ. ṇachen
См. также в других словарях:
ναυαγός — ο και η (ΑΜ ναυαγός, όν, Α ιων. τ. ναυηγός) αυτός που ναυάγησε, καραβοτσακισμένος («οὐκ ἀνείλοντο τοὺς ναυαγούς», Ξεν.) νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει αποτύχει στη ζωή του («είναι ένας ναυαγός τού έρωτα») αρχ. 1. ως ουσ. αυτός που οδηγεί … Dictionary of Greek