Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

genealogical

  • 1 γενεαλογικά

    γενεαλογικός
    genealogical: neut nom /voc /acc pl
    γενεαλογικά̱, γενεαλογικός
    genealogical: fem nom /voc /acc dual
    γενεαλογικά̱, γενεαλογικός
    genealogical: fem nom /voc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > γενεαλογικά

  • 2 γενεαλογικών

    γενεαλογικός
    genealogical: fem gen pl
    γενεαλογικός
    genealogical: masc /neut gen pl

    Morphologia Graeca > γενεαλογικών

  • 3 γενεαλογικῶν

    γενεαλογικός
    genealogical: fem gen pl
    γενεαλογικός
    genealogical: masc /neut gen pl

    Morphologia Graeca > γενεαλογικῶν

  • 4 γενεαλογικόν

    γενεαλογικός
    genealogical: masc acc sg
    γενεαλογικός
    genealogical: neut nom /voc /acc sg

    Morphologia Graeca > γενεαλογικόν

  • 5 γενεαλογικαίς

    γενεαλογικός
    genealogical: fem dat pl

    Morphologia Graeca > γενεαλογικαίς

  • 6 γενεαλογικαῖς

    γενεαλογικός
    genealogical: fem dat pl

    Morphologia Graeca > γενεαλογικαῖς

  • 7 γενεαλογικαί

    γενεαλογικός
    genealogical: fem nom /voc pl

    Morphologia Graeca > γενεαλογικαί

  • 8 γενεαλογικοίς

    γενεαλογικός
    genealogical: masc /neut dat pl

    Morphologia Graeca > γενεαλογικοίς

  • 9 γενεαλογικοῖς

    γενεαλογικός
    genealogical: masc /neut dat pl

    Morphologia Graeca > γενεαλογικοῖς

  • 10 γενεαλογικού

    γενεαλογικός
    genealogical: masc /neut gen sg

    Morphologia Graeca > γενεαλογικού

  • 11 γενεαλογικοῦ

    γενεαλογικός
    genealogical: masc /neut gen sg

    Morphologia Graeca > γενεαλογικοῦ

  • 12 γενεαλογικοί

    γενεαλογικός
    genealogical: masc nom /voc pl

    Morphologia Graeca > γενεαλογικοί

  • 13 γενεαλογικώ

    γενεαλογικός
    genealogical: masc /neut dat sg

    Morphologia Graeca > γενεαλογικώ

  • 14 γενεαλογικῷ

    γενεαλογικός
    genealogical: masc /neut dat sg

    Morphologia Graeca > γενεαλογικῷ

  • 15 γενεαλογικώς

    γενεαλογικός
    genealogical: adverbial

    Morphologia Graeca > γενεαλογικώς

  • 16 γενεαλογικῶς

    γενεαλογικός
    genealogical: adverbial

    Morphologia Graeca > γενεαλογικῶς

  • 17 γενεαλογική

    γενεαλογικός
    genealogical: fem nom /voc sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > γενεαλογική

  • 18 γενεαλογικήν

    γενεαλογικός
    genealogical: fem acc sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > γενεαλογικήν

  • 19 γενεαλογικός

    γενεαλογικός
    genealogical: masc nom sg

    Morphologia Graeca > γενεαλογικός

  • 20 Ζεύς

    Ζεύς (Ζεύς, Δᾰός, Δ, [Διί codd.], Δία, Ζεῦ; Ζηνός, Ζηνί, Ζῆνα.)
    1 genealogical relationships. son of Kronos,

    Κρονίδα βαρυγδούπου Διός O. 8.44

    Κρονίων Ζεὺς πατὴρP. 4.23

    Κρονίδαο Ζηνὸς υἱοί P. 4.171

    πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ N. 1.72

    Κρονίδᾳ τε Δὶ N. 4.9

    σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι I. 2.24

    ] Κρονίων Ζεὺς ?fr. 334a. 10, cf. O. 2.12 husband of Hera,

    Ἥρας τὰν Διὸς εὐναὶ λάχον P. 2.27

    Διὸς ἄκοιτιν P. 2.34

    cf. N. 7.95 husband of Thetis, Θέμιν ἄλοχον Διὸς fr. 30. 5. cf. fr. 31. son of Rhea v. O. 2.12 brother of Hestia and Hera,

    Ἑστία, Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας N. 11.2

    lover of Aigina,

    Αἴγινα, τεῶν Διός τ' ἐκγόνων N. 7.50

    Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον N. 8.6

    Ζηνί τε ἅδον βασιλέι (sc. Αἴγινα καὶ Θήβα) I. 8.18 lover of Alkmene, P. 4.171

    τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα Ἀλκμήνα P. 9.84

    Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν N. 10.11

    lover of Danae, N. 10.11 lover of Leda, P. 4.171 lover of Semele O. 2.27, and of Thyone,

    ἀτὰρ λευκωλένῳ γε Ζεὺς πατὴρ ἤλυθεν ἐς λέχος ἱμερτὸν Θυώνᾳ P. 3.98

    lover of Thebe, I. 8.18, cf. test., fr. 290. lover of Ganymede,

    ἦλθε καὶ Γανυμήδης Ζηνὶ O. 1.45

    prospective lover of Thetis, ( Θέτιν) Ζηνὶ μισγομέναν ἢ Διὸς πὰρ ἀδελφεοῖσιν (Tric.: Διὶ codd.: Δί τε Hermann) I. 8.35 cf. I. 8.27 father of Apollo & Artemis,

    παίδων Διός P. 3.12

    father of Athena,

    αὐτὰ Ζηνὸς ἐγχεικεραύνου παῖς O. 13.77

    ( Ζεὺς) ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34, cf. O. 7.36 father of Herakles,

    Διὸς ἄλκιμος υἱὸς O. 10.44

    παῖς Διὸς N. 1.35

    , cf. P. 9.84, I. 6.42 ]ἐπὶ βρέφος οὐρανίου Διός[ Πα. 2. ]Διὸς υἱόν P. Oxy. 2622. fr. 1. 15. father of Polydeukes,

    Ζεὺς δ' ἀντίος ἤλυθέ οἱ N. 10.79

    father of Aiakos, N. 7.84, I. 8.18, cf. Pae. 15.5 father of Korinthos,

    ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει, τέκνοισιν ἅτε μαψυλάκας, Διὸς Κόρινθος N. 7.105

    father of Muses,

    κόραι Πιερίδες Διός O. 10.96

    father of Graces O. 14.14 father of Fortune,

    παῖ Ζηνὸς ἐλευθερίου σώτειρα Τύχα O. 12.1

    father of Truth,

    θυγάτηρ Ἀλάθεια Διός O. 10.4

    father of Peirithoos, φὰν δ' ἔμμεναι Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος sc. Peirithoos and Theseus fr. 243.
    2 king and all powerful father of gods and men.

    πατέρ' Οὐρανιδᾶν ἐγχεικέραυνον Ζῆνα P. 4.194

    Ζεὺς πατήρ O. 2.27

    ὦ Ζεῦ πάτερ O. 7.87

    ὕπατ' εὐρὺ ἀνάσσων Ὀλυμπίας, Ζεῦ πάτερ O. 13.26

    Ζεὺς πατὴρ P. 3.98

    Κρονίων Ζεὺς πατὴρP. 4.23

    Ζεῦ πάτερ N. 8.35

    , N. 9.31, N. 9.53, N. 10.29

    παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ N. 10.55

    ὦ Ζεῦ πάτερ” (Herakles speaks) I. 6.42 Ζεὺς πατήρ fr. 93. v.

    πατήρ. Ζεὺς ἀθανάτων βασιλεύς N. 5.35

    Ζηνὶ βασιλέι I. 8.18

    , cf. O. 7.34, N. 7.82, N. 10.16

    ὑπέρτατε Ζεῦ O. 4.1

    εὐρυτίμου Διός O. 1.42

    Ὀλύμπου δεσπότας Ζεὺς N. 1.14

    πρὸς Ὀλυμπίου Διός Πα. 6. 1, cf. O. 2.12, O. 14.12

    Διὸς ὑψίστου N. 1.60

    Ζηνὸς ὑψίστου N. 11.2

    Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει, Ζεύς ὁ πάντων κύριος I. 5.53

    , cf. P. 5.122

    Ζεὺς ὁ θεῶν σκοπὸς Pae. 6.94

    οὐρανίου Διός Pae. 20.9

    v. also,

    μεγασθενής, ἀριστοτέχνας, κράτιστος, εὐρύζυγος. Ζεὺς ἄφθιτος P. 4.291

    ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ i. e. on earth O. 2.58 παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2. 7.
    3 as patron and cult god. of the Aiakidai;

    Αἴγινα φίλα μᾶτερ, ἐλευθέρῳ στόλῳ πόλιν τάνδε κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ P. 8.99

    Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἶμα N. 3.65

    ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας Αἰακίδας N. 5.7

    of the Eratidai;

    τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν ἐκ Διὸς εὔχονται O. 7.23

    of the Blepsiadai;

    Τιμόσθενες, ὔμμε δ' ἐκλάρωσεν πότμος Ζηνὶ γενεθλίῳ O. 8.16

    of the Aiolidai; “ μάρτυς ἔστω Ζεὺς ὁ γενέθλιος ἀμφοτέροιςP. 4.167, cf. P. 4.107 as Ζεὺς γενέθλιος, v. O. 8.16, P. 4.167 as

    Ζεὺς σωτήρ; σωτὴρ ὑψινεφὲς Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον O. 5.17

    σωτῆρος Διὸς fr. 30. 5, cf. I. 6.8 as

    Ζεὺς Αἰτναῖος; Ζηνὸς Αἰτναίου κράτος O. 6.96

    Ζηνὸς Αἰτναίου χάριν N. 1.6

    , cf.

    Ζεῦ, ὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος P. 1.29

    as

    Ζεὺς λτ;γτ;ένιος; σώτειρα Διὸς ξενίου πάρεδρος Θέμις O. 8.21

    καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις N. 11.8

    cf. N. 5.33 as

    Ζεὺς Λυκαῖος; Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου O. 9.96

    cf. O. 13.108, N. 10.48 as Zeus-Aristaios; “θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον, Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων' τοῖς δ Ἀρισταῖον καλεῖν” in Cyrene P. 9.64 as

    Ζεὺς ἐλευθέριος; παῖ Ζηνὸς ἐλευθερίου Τύχα O. 12.1

    as

    Ζεῦς τέλειος; Ζεῦ τέλεἰ, αἰδῶ δίδοι O. 13.115

    Ζεῦ τέλεἰ P. 1.67

    , cf. N. 10.29 as Ζεὺς Ἄμμων; Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοιςP. 4.16 Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον ἐνεῖκαι” i. e. to Libya P. 9.53, cf. fr. 36. as Ζεὺς Δωδωναῖος; v. fr. 57. as Ζεὺς Ἑλλάνιος, in Aigina.

    πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου N. 5.10

    ὦ Διὸς Ἑλλανίου φαεννὸν ἄστρον Pae. 6.125

    as Ζεὺς Ἀταβύριος, in Rhodes.

    ἀλλ' ὦ Ζεῦ πάτερ, νώτοισιν Ἀταβυρίου μεδέων O. 7.87

    as Ζεὺς ἑρκεῖος; v. Pae. 6.114 as Ζεὺς Ὀλύμπιος, of Olympia.

    Πίσα μὲν Διός O. 2.3

    Διὸς πανδόκῳ ἄλσει O. 3.17

    cf. O. 10.45

    σωτὴρ ὑψινεφὲς Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον, τιμῶν τ' Αλφεόν O. 5.17

    βωμῷ τε μαντείῳ Διὸς ἐν Πίσᾳ O. 6.5

    Ζηνὸς ἐπ' ἀκροτάτῳ βωμῷ τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.70

    Οὐλυμπία, ἵνα μάντιες ἄνδρες ἐμπύροις τεκμαιρόμενοι παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου O. 8.3

    κόσμον Ὀλυμπίᾳ, ὅν σφι Ζεὺς γένει ὤπασεν O. 8.83

    Δία τε φοινικοστερόπαν σεμνόν τ' ἐπίνειμαι ἀκρωτήριον Ἄλιδος O. 9.6

    ἀγῶνα δ' ἐξαίρετον Διός O. 10.24

    ὕπατ' εὐρὺ ἀνάσσων Ὀλυμπίας Ζεῦ πάτερ O. 13.26

    Δὶ τοῦτ' Ἐνυαλίῳ τ ἐκδώσομεν πράσσειν O. 13.106

    μία δ' ἐκπρεπὴς Διὸς Ὀλυμπίας (sc. νίκα) P. 7.15

    σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι I. 2.24

    γαῖαν τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος I. 2.27

    as

    Ζεὺς Νεμεαῖος; Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει N. 2.5

    Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἷμα, σέο δ' ἀγών N. 3.65

    Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ N. 4.9

    Διὸς δὲ μεμναμένος ἀμφὶ Νεμέᾳ N. 7.80

    ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον, ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων I. 6.3

    ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη· ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι (contra, Διὸς ἀγῶνι with τὰ οἴκοι Σ.) N. 2.24
    4 as master of the elements.

    ἐλατὴρ ὑπέρτατε βροντᾶς ἀκαμαντόποδος Ζεῦ O. 4.1

    ὑψινεφὲς Ζεῦ O. 5.17

    Διὸς ἀργικεραύνου O. 8.3

    Κρονίδα βαρυγδούπου Διός O. 8.44

    Δία τε φοινικοστερόπαν O. 9.6

    αἰολοβρέντα Διὸς αἴσᾳ O. 9.42

    ἀλλὰ Ζηνὸς τέχναις ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν O. 9.52

    πυρπάλαμον βέλος ὀρσικτύπου Διός O. 10.81

    Ζηνὸς ἐγχεικεραύνου παῖς O. 13.77

    ἐγχεικέραυνον Ζῆνα P. 4.194

    cf. N. 9.25, N. 10.8, 71.

    ὀρσινεφὴς Ζεὺς N. 5.35

    κελαινεφἔ ἀργιβρένταν Ζῆνα Pae. 12.10

    ἐρισφάραγος ( Ζεύς) fr. 15.
    5
    a Zeus' emblem the eagle.

    Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον O. 2.88

    Διὸς αἰετός P. 1.6

    χρυσέων Διὸς αἰετῶν P. 4.4

    b giver of oracles and omens.

    ὣς ἐμοὶ φάσμα λέγει Κρονίδα πεμφθὲν βαρυγδούπου Διός O. 8.44

    αἰσίαν δ' ἐπί οἱ Κρονίων Ζεὺς πατὴρ ἔκλαγξε βροντάνP. 4.23 cf. P. 4.197, N. 9.19

    Διὸς ὑψίστου προφάταν ἔξοχον, ὀρθόμαντιν Τειρεσίαν N. 1.60

    κατένευσέν τέ οἱ ὀρσινεφὴς ἐξ οὐρανοῦ Ζεὺς N. 5.35

    τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ N. 11.43

    cf. O. 6.5, O. 6.70, O. 8.3 Δ[ιὸ]ς δ' ἄκ[ουσεν ὀ]μφάν. (supp. Bury: sc. Κάδμος) Δ. 2. 29.
    c giver of blessings.

    Διὸς δὲ χάριν ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων P. 3.95

    τάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν τιμάν P. 4.107

    Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων P. 5.122

    Ζεῦ, μεγάλαι δ

    ἀρεταὶ θνατοῖς ἕπονται ἐκ σέθεν I. 3.4

    μελέταν δὲ σοφισταῖς Διὸς ἕκατι πρόσβαλον σεβιζόμενοι I. 5.29

    Διὸς παῖς ὁ χρυσός fr. 222. 1.
    d punishes Ixion,

    δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.40

    punishes Apharetidai,

    καὶ πάθον δεινὸν παλάμαις Ἀφαρητίδαι Διός N. 10.65

    Ζεὺς δ' ἐπ Ἴδᾳ πυρφόρον πλᾶξε ψολόεντα κεραυνόν N. 10.71

    punishes Typhon, κεράιζε Τυφῶνα πεντηκοντοκέφαλον ἀνάγκᾳ Ζεὺς πατὴρ fr. 93. cf.

    ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται P. 1.13

    frees Titans,

    λῦσε δὲ Ζεὺς ἄφθιτος Τιτᾶνας P. 4.291

    buries Amphiareus,

    ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα N. 9.25

    γαῖα δ' κεραυνωθεῖσα Διὸς βέλεσιν N. 10.8

    his abode sought by Bellerophon, τὸν δ (sc. Πάγασον)

    ἐν Οὐλύμπῳ φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι δέκονται O. 13.92

    ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν μεθ ὁμάγυριν Βελλεροφόνταν Ζηνός I. 7.47

    e as prelude,

    ἀοιδοὶ ἄρχονται Διὸς ἐκ προοιμίου N. 2.3

    αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν N. 5.25

    f in various other connections. ἔτειλαν (sc. ἐσλοὶ)

    Διὸς ὁδὸν παρὰ Κρόνου τύρσιν O. 2.70

    Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε (sc. Θέτις) O. 2.79

    χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι O. 7.55

    Ζεὺς ἄμπαλον μέλλεν θέμεν O. 7.61

    ὀρθωθεῖσα ναύταις ἐν πολυφθόρῳ Σαλαμὶς Διὸς ὄμβρῳ I. 5.49

    τρέω τοι πόλεμον Διὸς Ἐννοσίδαν τε βαρύκτυπον” Euxantios speaks

    Πα... ἀλλά σε πρὸς Διός, ἱπποσόα θοάς, ἱκετεύω Pae. 9.7

    τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad Δ. 2. fig.,

    μὴ μάτευε Ζεὺς γενέσθαι I. 5.14

    6 frag. & test. Porphyr., de abst., 3. 16, Πίνδαρος δὲ ἐν προσοδίοις πάντας τοὺς θεοὺς ἐποίησεν, ὅτε ὑπὸ Τυφῶνος ἐδιώκοντο, οὐκ ἀνθρώποις ὁμοιωθέντας, ἀλλὰ τοῖς ἄλλοις ζῴοις. ἐρασθέντα δὲ Πασιφάης ( φασὶ coni. Bergk) Δία γενέσθαι ( νῦν add. Abresch) μὲν ταῦρον, νῦν δὲ ἀετὸν καὶ κύκνον (verba ἀλλὰ κύκνον non ad carmen Pindaricum spectare censuit Turyn: v. Griffiths, Hermes, 1960, 374.) fr. 91. The punishment of the Cyclops by Zeus is probably alluded to in fr. 266.

    τὰ δ' α[ ] Ζεὺς οἶδ[ Παρθ. 2. 33. Διὸς[ Pae. 6.145

    Διὸς οὐκ ἐθελο[ Πα. 7B. 43. ] Ζηνί γε πα[ fr. 60a. 5.

    Lexicon to Pindar > Ζεύς

См. также в других словарях:

  • Genealogical — Gen e*a*log ic*al, a. [Cf. F. g[ e]n[ e]alogique.] Of or pertaining to genealogy; as, a genealogical table; genealogical order. {Gen e*a*log ic*al*ly}, adv. [1913 Webster] {Genealogical tree}, a family lineage or genealogy drawn out under the… …   The Collaborative International Dictionary of English

  • genealogical — [jē΄nē ə läj′i kəl, jen΄ēə läj′i kəl] adj. 1. of genealogy 2. tracing a line of descent genealogically adv. * * * See genealogy. * * * …   Universalium

  • genealogical — index hereditary Burton s Legal Thesaurus. William C. Burton. 2006 …   Law dictionary

  • genealogical — 1570s, from Fr. généalogique (see GENEALOGY (Cf. genealogy)) + AL (Cf. al) (1). Earlier in the same sense was genealogial (mid 15c.). Related: Genealogically …   Etymology dictionary

  • genealogical — [jē΄nē ə läj′i kəl, jen΄ēə läj′i kəl] adj. 1. of genealogy 2. tracing a line of descent genealogically adv …   English World dictionary

  • genealogical — genealogy ► NOUN (pl. genealogies) 1) a line of descent traced continuously from an ancestor. 2) the study of lines of descent. DERIVATIVES genealogical adjective genealogist noun. ORIGIN Greek genealogia, from genea race, generation + logos… …   English terms dictionary

  • genealogical — adj. 1 of or concerning genealogy. 2 tracing family descent. Phrases and idioms: genealogical tree a chart like an inverted branching tree showing the descent of a family or of an animal species. Derivatives: genealogically adv. Etymology: F… …   Useful english dictionary

  • Genealogical bewilderment — is a term referring to potential identity problems that could be experienced by a child who was either fostered, adopted, or conceived via an assisted reproductive technology procedure such as surrogacy or gamete donation (egg or sperm donation) …   Wikipedia

  • Genealogical tree — Genealogical Gen e*a*log ic*al, a. [Cf. F. g[ e]n[ e]alogique.] Of or pertaining to genealogy; as, a genealogical table; genealogical order. {Gen e*a*log ic*al*ly}, adv. [1913 Webster] {Genealogical tree}, a family lineage or genealogy drawn out… …   The Collaborative International Dictionary of English

  • Genealogical Society of Ireland — (Cumann Geinealais na hÉireann) is a voluntary non governmental organisation promoting the study of genealogy, heraldry, vexillology and social history in Ireland and amongst the Irish Diaspora as open access educational leisure pursuits… …   Wikipedia

  • genealogical tree — index blood, origin (ancestry), parentage Burton s Legal Thesaurus. William C. Burton. 2006 …   Law dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»