-
1 γενεαλογικαίς
-
2 γενεαλογικαῖς
См. также в других словарях:
γενεαλογικαῖς — γενεαλογικός genealogical fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 γενεαλογικαίς
2 γενεαλογικαῖς
γενεαλογικαῖς — γενεαλογικός genealogical fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)