-
1 θήγω
Grammatical information: v.Meaning: `sharpen, whet; excite' (Il.). With ō-vocalism: τέθωκται τεθύμωται; τεθωγμένοι τεθυμωμένοι H. (less certain θῶξαι, also θᾶξαι μεθύσαι, πληρῶσαι, τεθωγμένοι, also τεθαγμένοι μεμεθυσμένοι a. o. H.).Derivatives: θηγάνη `whetstone' (A., S.; H. also θήγανον) with θηγανίτης λίθος `id.' (IG 14, 317, Sicily; Redard Les noms grecs en - της 55); θηγαλέος `sharp' (AP, Chantraine Formation 253); H. also θηγάνεον, θηγόν ὀξύ, ἠκονημένον, ἀκονητόν (Schwyzer 459), θῆξις ῥοπή, στιγμή, τάχος.Etymology: From IE. * dheh₂g-ō, with the Arm. nomen instrumenti daku, gen. pl. dakuac̣ `axe', prob. from an u-stem, IE * dhāgu- `sharp'. Lidén Armen. Stud. 55.Page in Frisk: 1,670Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θήγω
См. также в других словарях:
θήγω — και θάγω (Α) 1. οξύνω, ακονίζω 2. μτφ. παροτρύνω, ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. dhāgu «οξύς» και συνδέεται με το αρμ. daku «πέλεκυς». Η ύπαρξη τ. με ω (λ.χ. η γλώσσα τού Ησυχίου τεθωγμένοι μεθυσμένοι) αποτελούν ένδειξη σπάνιας … Dictionary of Greek