-
1 βατταρίζω
Grammatical information: v.Meaning: a speech-defect, perhaps `stammer' (Hippon.). Cf. Holst Symb. Oslo. 4, 11; cf. βατταρισμοῖς φλυαρίαις and Βάττος... τρυλόφωνος, ἰσχνόφωνος. H.Derivatives: βατταρισμός (Phld.). Cf. Βάτταρος (Herod.).Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]Etymology: Comparable is βαττολογέω `stammer' (Ev. Matt. 6, 7, Simp.) with βαττολογία ἀργολογία, ἀκαιρολογία H. Cf. the PN Βάττος (Hdt. 4, 155). S. also βάταλος. Onomatopoet.?; cf. Lat. butubatta; on βαττολογέω esp. Blaß-Debrunner Gramm. neutest. Gr.7 Anh. par. 40. Pok. 95.Page in Frisk: 1,227Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βατταρίζω
См. также в других словарях:
βατταρίζω — (AM βατταρίζω) τραυλίζω νεοελλ. περιφέρομαι άσκοπα εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λέξη (πρβλ. διπλό ττ ), που θεωρείται ότι ανάγεται σε *bata , ονοματοποιημένο στοιχείο που εκφράζει παιδικό τραύλισμα ή έκπληξη (πρβλ. και λ. βαττολογώ). Το… … Dictionary of Greek