Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

brávīti

См. также в других словарях:

  • βραβεύς — βραβεύς, ο (Α) 1. αυτός που απονέμει τα βραβεία 2. κριτής, διαιτητής 3. ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι, αν ως αρχική σημασία της λ. θεωρηθεί η «κριτής, διαιτητής (και ιδιαίτερα σε αγώνες)», τότε το βραβεύς θα πρέπει να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»