-
1 εἴλω
εἴλω, od. εἴλλω, att. εἵλλω, häufiger εἰλέω, att. εἱλέω, vgl. ἴλλω (eigtl. FΕΛ, volvo, wie auch ἐείλεον, ἐελμένος u. ä. zeigen), 1) drängen, zusammendrängen; εἰλέω Il. 8, 215; med., sich zusammendrängen, ἀμφὶ βίην Διομήδεος εἰλόμενοι Il. 5, 782; ἀνδρῶν εἰλομένων, wo Menschen sich in dichten Schaaren zusammendrängen, 5, 203; vgl. εἰλουμένους περὶ τὸν ἄρχοντα Plut. Lyc. 25; μύρμηκες εἱλούμενοι Luc. Icarom. 19; pass., εἰλεῦντο ἐς ποταμόν, sie wurden in den Fluß gedrängt, Il. 21, 8; ἐντὸς ὑπὸ τὸ δέρμα εἱλλόμενον κατεῤῥιζοῦτο Plat. Tim. 76 b; γῆ περὶ τὸν διὰ παντὸς πόλον τεταμένον εἱλλομένη (εἱλουμένη v. l.), die sich um die Achse andrängt, ib. 40 b; μὴ νῠν περὶ σαυτὸν εἶλλε τὴν γνώμην ἀεί, verwickle dich nicht in die Gedanken, Ar. Nubb. 751; Hom. hat so auch aor. II. pass. ἐάλην, ἀλῆναι u. ἀλήμεναι, εἰς ἄστυ ἄλεν, in die Stadt gedrängt, Il. 22, 12, vgl. 18, 76. 21, 607; Ἀργείους ἐκέλευσα ἀλήμεναι ἐνϑάδε πάντας, sich hier zusammenzudrängen. 5, 823; ἀλὲν ὕδωρ, zusammengelaufenes und eingeschlossenes Wasser, 23, 420. – Vor sich hindrängen, treiben, ϑῆρας ὁμοῠ εἰλεῠντα Od. 11, 573. – 2) einschließen, einengen; Ἀχαιοὺς Τρῶες ἐπὶ πρύμνῃσιν ἐείλεον Il. 18, 447; εἴλει ἐνὶ σπῆϊ, hielt eingesperrt, Od. 12, 210; so auch aor. I. ἔλσαι u. ἐέλσαι, z. B. ἔλσαν δ' ἐν μέσσοι σι Il. 11, 413; λαὸν κατὰ τείχεα ἔλσαι, gegen die Mauer zusammendrängen, 21, 295, vgl. 1, 409. 18, 294. 21, 225; perf. pass., κατὰ ἄστυ ἐέλμεϑα 24, 662, vgl. 5, 203. 18, 287; Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος, durch Zeus Rathschluß in die Enge getrieben, im Zaume gehalten, Il. 13, 524; – νῆα κεραυνῷ ἔλσας, mit dem Blitze treffend, Od. 5, 132. 7, 250. – Auch Sp., wie Plut., τοὺς Ῥωμαίους εἱλουμένους ἐν ὀλίγῳ Crass. 15. – 3) zusammenziehen; ἐν Πίσᾳ ἔλσαις ὅλον στρατόν Pind. Ol. 11, 45; ἀλῆναι ὑπ' ἀσπίδι, sich unter den Schild zusammenziehen, zusammenducken, Il. 13, 408. 20, 278, wie εἰληϑεὶς ὑπὸ τῇ ἀσπίδι Arr. An. 6, 9, 5; ὑπ' ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ ἔλσας, bergend, Callim. frg. 11; Ἀχιλῆα ἀλεὶς μένεν, sich zusammennehmend, Il. 21, 571, wie vom Löwen, der sich zusammenkauert, bevor er auf seine Beute losstürzt, 20, 168; οἴμησεν ἀλείς, alle seine Kräfte nahm er zusammen u. stürzte darauf los, Od. 24, 538. – 41 abhalten, hindern; Il. 2, 294; Aesch. frg. 19. – Bei Sp. auch = umhüllen. Ader μὴ ταχὺς Ἡρακλείτου ἐπ' ὀμφαλὸν εἴλεε βίβλον, entfalte nicht schnell, Ep. ad. 517 (IX, 540). – 5) Pass., sich herumtreiben; τῶν ἐν ποσὶ εἰλευμένων τοισι ἀνϑρώποισι, in der Nähe der Menschen, Her. 2, 76; περὶ τὸ στόμιον Luc.; a. Sp. Auch von den Sternen, kreisen, οἱ ἀστέρες ἐν τῷ οὐρανῷ τὴν σφετέρην εἰλέονται Luc. astrolog. 29. – Sich herumwinden, ἕλιξ εἱλεῖται κατ' αὐτόν, um den Becher, Theocr. 1, 31; περὶ δ' αὐτὸν – εἱλεῖτο φλόξ Hosch. 4, 104; a. sp. D., wie Ap. Rh. 4, 1067 Opp. Cyn. 1, 510. Vgl. übrigens Buttmann Lexik. II S. 141 ff. – Ἐόλει u. ἐόλητο s. unten bes.
См. также в других словарях:
αλής — ἁλής, ὲς (Α) συναθροισμένος, συγκεντρωμένος, αθρόος το ουδέτερο ἁλέα ως επίρρ. αθρόα, συγκεντρωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τύπος επιθέτου, συνώνυμος με το αττ. ἁθρόος*. Μορφολογικά το επίθ. είναι συγγενές με το αιολ. ἀολλής «συναθροισμένος… … Dictionary of Greek
u̯el-3 — u̯el 3 English meaning: to press, push Deutsche Übersetzung: “drängen, pressen, zusammendrängen, einschließen” Material: Hom. εἴλω (*Fέλ νω); Inf. Aor. ἔλσαι and with suggestion ἐέλσαι, Aor. pass. ἐάλην, ἀλήμεναι, ep. Ion. εἰλέω… … Proto-Indo-European etymological dictionary
u̯el-7, u̯elǝ-, u̯lē- — u̯el 7, u̯elǝ , u̯lē English meaning: to turn, wind; round, etc.. Deutsche Übersetzung: “drehen, winden, wälzen” Note: extended u̯el(e)u , u̯l̥ ne u , u̯(e)lei (diese also “umwinden, einwickeln = einhũllen”) Material: A.… … Proto-Indo-European etymological dictionary
έλικας — ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, η Α και εἷλιξ, η) 1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή 2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι 3. το σχήμα με τις συστροφές τού όστρακου τού κοχλία 4. οι συστροφές τών εντέρων 5. νηματοειδές τμήμα τού… … Dictionary of Greek
είλω — εἴλω και εἰλῶ ( έω) και ἴλλω (Α) 1. περικλείω, πιέζω 2. εμποδίζω, προλαβαίνω («Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος», Ιλ.) 3. εγκλείω, καλύπτω, προστατεύω («ὑπ ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ ἔλσας», Καλλίνος) 4. συμπιέζω, συνθλίβω (π.χ. ελιές ή σταφύλια) 5. (για άνθρωπο … Dictionary of Greek
ειλύω — εἰλύω (Α) 1. περιτυλίσσω, σκεπάζω 2. κινούμαι κουλουριάζοντας το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ρίζα *welu (αρχ. ελλ. Fελυ ), παρεκτεταμένη μορφή τής αρχικής IE *wel «στρέφω, κυλίω» (βλ. λ. ειλώ), τής οποίας η ύπαρξη επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα τού… … Dictionary of Greek
ευλή — εὐλή, ἡ (Α) συν. στον πληθ. 1. σκουλήκι, προνύμφη μύγας η οποία ζει στο κρέας που σαπίζει («ὑπ εὐλέων καταβρωθῆναι», Ηρόδ.) 2. γεν. σκουλήκι («εὐλάς τε κάμπας τε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ε Fl a, ίσως < *Fελ ή, με μετάθεση. Πρόκειται για ονοματικό… … Dictionary of Greek