Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

2)+(знак)

  • 61 восклицательный

    επ. восклицательный знак το θαυμαστικό (!).

    Большой русско-греческий словарь > восклицательный

  • 62 вызов

    α.
    1. νιλήση, φώνασμα• πρόσκληση, κάλεσμα•

    вызов врача на дом κάλεσμα του γιατρού στο σπίτι.

    || ανάκληση στη σκηνή (ηθοποιού,1 τραγουδιστή).
    2. κλήση (δικαστική)•

    получать вызов в суд παίρνω δικαστική κλήση•

    вызов свидетелей κλήση μαρτύρων, κάλεσμα, πρόταση συμμετοχής•

    вызов на соревнование κάλεσμα σε άμιλλα.

    || κάλεσμα σε μονομαχία•

    бросить перчатку в знак -а πετώ το γάντι σε ένδειξη πρόκλησης σε μονομαχία.

    || περιφρόνηση•

    вызов советской общественности πρόκληση κατά του σοβιετικού κοινού•

    вызов здравому смыслу πρόκληση στην κοινή λογική.

    Большой русско-греческий словарь > вызов

  • 63 вычитание

    ουδ. (μαθ.) αφαίρεση (πράξη αριθμητική)•

    вычитание целых чисел αφαίρεση ακεραίων αριθμών•

    знак -я το σημείο της αφαίρεσης.

    Большой русско-греческий словарь > вычитание

  • 64 дать

    дам, дашь, даст, дадим, дадите, дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не дал, не дала, не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, дано
    ρ.σ.μ.
    1. δίνω• εγχειρίζω•

    дать деньги δίνω χρήματα•

    дать книгу δίνω βιβλίο.

    || παρέχω, χορηγώ, προσφέρω•

    помещение δίνω χώρο.

    || παραχωρώ•

    дать место δίνω τη θέση.

    || πληρώνω•

    сколько ты дал за галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα;

    2. απονέμω•

    дать награду απονέμω βραβείο, βραβεύω.

    || μτφ. καθορίζω•

    дать задание на дом δίνω σπιτική δουλιά (στους μαθητές).

    || επιφέρω, καταφέρω•

    он дал ему пощечину του έδοσε ένα μπάτσο.

    || χτυπώ, δέρνω, πλήττω•

    дать по рукам χτυπώ στα χέρια.

    3. παραθέτω• παρουσιάζω κάνω εκδήλωση•

    дать обед δίνω γεύμα•

    дать концерт δίνω συναυλία•

    дать бал δίνω χορό.

    4. φέρω, αποφέρω, προσκομίζω•

    дать большой доход δίνω μεγάλο έσοδο.

    || φέρω, επιφέρω•

    дать успокоение φέρω καθησύχαση, καθησυχάζω.

    5. εμφανίζω, παρουσιάζω•

    дать трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή•

    -течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει•

    дать осечку παθαίνω αφλογιστία•

    дать осадок αφήνω κατακάθια.

    6. με πολλά ουσ. σχηματίζει• συνδυασμούς•

    дать распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)•

    дать согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συγκατάθεση•

    дать позволение επιτρέπω•

    дать ответ δίνω απάντηση (απαντώ)•

    дать разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)•

    дать обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)•

    дать отсрочку δίνω αναβολή, παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)•

    дать указания υποδείχνω, δίνω οδηγίες.

    || μεταδίνω, κάνω•

    сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο•

    дать знак κάνω νεύμα.

    || χτυπώ, κρούω•

    дать звонок χτυπώ το κουδούνι.

    7. παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επιτρέπω•

    дайте мне отдыхать αφήστε με να ξεκουραστώ•

    он не дает- мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ.

    8. προστκ. дай ως προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ’ του.
    εκφρ.
    дать веру – πιστεύω, δίνω πίστη•
    дать вожжи ή поводокκ.τ.τ. χαλαρώνω τα χαλινά•дать знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ•
    дать начало – κάνω την αρχή, πρωταρχίζω•
    дать себя знать – υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει, να αι-αθανθεί•
    дать свет – ανάβω το φως•
    дать себе труд – κουράζω, βασανίζω•
    не дал себе труда подумать – δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του•
    слово – α) δίνω το λόγο (να μιλήσει.), β) υπόσχομαι•
    ни дать ни взять – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο•
    я тебе (те) дам – θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)•
    дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•
    не дай Бог – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός.
    1. πιάνομαι•

    не дать в обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο.

    || υποκύπτω, υποχωρώ.
    2. πετυχαίνω, ευδοκιμώ είμαι ευμαθής•

    математика ему не далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε•

    история ему далась лучше грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα από τη γραμματική.

    || δίνομαι, αποκτιέμαι•

    ничто даром не дается τίποτε δε δίνεται δωρεάν (τζάμπα).

    Большой русско-греческий словарь > дать

  • 65 денежный

    επ.
    1. χρηματικός• νομισματικός•

    -ящик χρηματοκιβώτιο•

    -ая помощь χρηματική! βοήθεια•

    -ая реформа νομισματική μεταρρύθμιση•

    -ое обращение νομισματική κυκλοφορία•

    денежный знак χαρτονόμισμα•

    денежный перевод χρηματικό εμβασμα (επιταγή)•

    денежный штраф χρηματικό πρόστιμο•

    денежный доход χρηματικό έσοδο•

    -ая премия χρηματική επιβράβευση•

    -ые ресурсы χρηματικοί πόροι•

    -ые средства το ρευστό χρήμα•

    денежный мешок το βαλάντιο, το πουγγί•

    -ые затруднения χρηματική (οικονομική) δυσχέρεια.

    2. παραδούχος, παραλής.

    Большой русско-греческий словарь > денежный

  • 66 диакритический

    επ. диакритический знак διακριτικό γνώρισμα ή σημάδι.

    Большой русско-греческий словарь > диакритический

  • 67 молчание

    ουδ.
    σιγή, σιωπή, ησυχία•

    хранить молчание τηρώ σιγή•

    прервать молчание διακόπτω. τη σιωπή• молчание - знак согласия η σιγή είναι ένδειξη συγκατάθεσης•

    принудить кого-л. к -ю επιβάλλω σε κάποιον να σωπάσει.

    εκφρ.
    обойти что-л. -ем – αποσιωπώ κάτι (αφήνω άθικτο).

    Большой русско-греческий словарь > молчание

  • 68 надстрочный

    επ.
    υπεράνω της σειράς (κειμένου)•

    надстрочный знак σημάδι πάνω από τη σειρά.

    Большой русско-греческий словарь > надстрочный

  • 69 нотный

    επ. (μουσ.) της νότας, των φθογγόσημων•

    -ая тетрадь τετράδιο μουσικής•

    нотный магазин κατάστημα μουσικών έργων•

    нотный знак νότα, φθγγόσημο•

    -ая бумага χαρτί μουσικής, πεντάγραμμο.

    Большой русско-греческий словарь > нотный

  • 70 паузный

    επ. (μουσ.) της παύσης•

    паузный знак το σημείο της παύσης.

    Большой русско-греческий словарь > паузный

  • 71 пограничный

    επ.
    1. συνοριακός, μεθοριακός, μεθόριος, παραμεθόριος•

    пограничный город μεθοριακή πόλη•

    -ая зона παραμεθόρια ζώνη•

    -ая стра— жа μεθοριακή φρουρά•

    пограничный инцидент μεθοριακό επισόδειο•

    -ые войска στρατεύματα της μεθόριου ή του συνοριακού τομέα•

    пограничный знак συνοριακός δείκτης•

    -район παραμεθόρια περιοχή.

    2. του συνοριακού φρουρού•

    -ая форма η στολή του συνοριακού φρουρού.

    Большой русско-греческий словарь > пограничный

  • 72 посадочный

    επ.
    1. φυτευτικός•

    -ые работы φυτευτικές εργασίες.

    || για φύτευμα•

    посадочный картофель πατάτες για φύτευμα•

    -ая машина μηχανή φύτευσης.

    2. της επιβίβασης.
    3. της προσγείωσης•

    -ая площадка πεδίο προσγείωσης•

    посадочный знак σημείο προσγείωσης.

    Большой русско-греческий словарь > посадочный

  • 73 протест

    α.
    διαμαρτυρία•

    выразить протест εκφράζω διαμαρτυρία•

    в знак -а σε ένδειξη διαμαρτυρίας•

    забастовка -а απεργία διαμαρτυρίας.

    (νομ.) έφεση, αίτηση αναίρεσης. || διαμαρτύρηση (συναλλαγματικής κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > протест

  • 74 равенство

    ουδ.
    1. ισότητα•

    равенство голосов ισοψηφία•

    свобода, равенство и братство ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα (σύνθημα της γαλ. επανάστασης)•

    равенство сил ισοδυναμία• το ισοδύναμο.

    2. (μαθ.) το ίσον•

    знак -а το σημείο ίσον (=).

    Большой русско-греческий словарь > равенство

  • 75 разделительный

    επ.
    διαχωριστικός•

    -ая черта διαχωριστική γραμμή•

    разделительный знак διαχωριστικό σημάδι.

    εκφρ.
    разделительный союз – (γραμμ.) διαζευκτικός σύνδεσμος.

    Большой русско-греческий словарь > разделительный

  • 76 символический

    επ.
    1. συμβολικός•

    символический знак το συμβολικό σημάδι.

    2. του συμβολισμού ή του συμβολιστή.

    Большой русско-греческий словарь > символический

  • 77 согласие

    ουδ.
    1. συμφωνία, συγκατάθεση, συναίνεση• δέξιμο• στρέξιμο•

    дать согласие на что.н. δίνω συγκατάθεση για κάτι•

    молчание согласие знак -я παρμ. η σιωπή είναι σημάδισυμ-φωνιας.

    2. συνομολόγηση, συμφωνία.
    3. ομοφωνία, ταυτότητα γνωμών.
    4. ομόνοια, σύμπνοια.
    5. ομοιότητα, κοινότητα γνωρισμάτων, αντιστοιχία• σύμπτωση.
    6. μτφ. αρμονία•

    жить в -и ζω αρμονικά.

    εκφρ.
    в -и с чем – (γραπ. λόγος) σύμφωνα με.

    Большой русско-греческий словарь > согласие

  • 78 солидарность

    θ.
    αλληλεγγύη•

    в знак -и σεένδειξη αλληλεγγύης•

    стачка -и απεργία αλληλεγγύης•

    международная солидарность διεθνής αλληλεγγύη.

    || (νομ.) κοινή ενοχή, το αλληλέγγυο.

    Большой русско-греческий словарь > солидарность

  • 79 ставить

    ставлю, ставишь
    ρ.δ.μ.
    1. στήνω ορθό•

    ставить на ноги στήνω στα πόδια.

    2. βάζω, θέτω τοποθετώ•

    ставить посуду на стол βάζω τα σκεύη στο τραπέζι•

    ставить на пост τοποθετώ στο πόστο•

    ставить к станку τοποθετώ στη μηχανή (για δουλειά).

    || διορίζω•

    ставить нового завхоза διορίζω νέο διαχειριστή.

    || εγκατασταίνω•

    ставить на квартиру εγκατασταίνω σε δ ιαμέρ ισμα.

    || μτφ. φέρω, οδηγώ•

    ставить в неловкое положение φέρω σε δύσκολη κατάσταση.

    3. στήνω•

    ставить телеграфные столбы στήνω (βάζω) τηλεγραφικούς στύλους•

    ставить лестницу к стене στερεώνω τη σκάλα στον τοίχο•

    ставить книги в шкаф βάζω ορθά τα βιβλίαστη βιβλιοθήκη.

    || δίνω προσφέρω•

    ему всегда ставят кресло αυτού πάντοτε του προσφέρουνπολυθρόνα (να καθίσει)•

    им -ьте пол-литра βάλτε τους (κεράστε τους) μισό κιλό βότκα.

    4. μτφ. παραλληλίζω, παραβάλλω, συγκρίνω.
    5. (χαρτπ.) ποντάρω. || μετακινώ•

    ставить часы βάζωτο ωρολόγι (μετακινώ τους δείκτες).

    6. βάζω•

    ставить паруса βάζω πανιά•

    ставить подпись βάζω υπογραφή•

    ставить знаки препинания βάζω αποσιωπητικά.

    || επιθέτω•

    ставить компресс βάζω κομπρέσα•

    ставить горчичники βάζω συναπισμό•

    ставить пиявки βάζω βδέλλες•

    ставить печать βάζω σφραγίδα.

    7. οικοδομώ, φτιάχνω•

    ставить избу φτιάχνω ίζμπα (ξυλόσπιτο)•

    ставить мельницу φτιάχνω μύλο.

    8. κανονίζω, ρυθμίζω• οργανώνω. || διεξάγω, κάνω, πραγματοποιώ•

    ставить опыты κάνω πειράματα•

    ставить оперу ανεβάζω μελόδραμα.

    9. προτείνω•

    ставить вопрос на обсуждение βάζω το ζήτημα για συζήτηση•

    ставить резолюцию на голосование βάζω την απόφαση σε ψηφοφορία.

    10. θεωρώ, λογίζω, παίρνω ως•

    ставить в вину θεωρώ ένοχο (φταίχτη)•

    ставить своей задачей βάζω ως καθήκον μου.

    || σε συνδυασμό με μερικά ουσ. και μαζί με προθέσεις αποδίδεται και με σημ. αποτο ουσιαστικό: -под контроль βάζω υπο έλεγχο (ελέγχω)•

    ставить в связь συνδέω.

    εκφρ.
    ставить диагноз – κάνω διάγνωση (ασθένειας)- ставить крест на ком-чём οριστικά κ. αμετάκλιτα, βάζω τελεία και παύλα•
    ставить рекорд – κατακτώ ρεκόρ•
    ставить самовар – βάζω το σαμοβάρι(να βράσει το νερό)•
    ставить термометр ή градусник – βάζω το θερμόμετρο•
    ставить тесто – βάζω το ζυμάρι να γίνει•
    ставить хлебы, пироги – βάζω ζυμάρι για ψωμιά, πίτες•
    ставить на своё место – βάζω στη θέση (συμμορφώνω)•
    ставить себя на чь место – βάζω τον εαυτό μου στη θέση κάποιου (προσποιούμαι τον...)- ставить вопрос ребром βάζω το ζήτημα ορθά-κοφτά•
    ставить последнюю копейку ребром – ξοδεύω μάταια κ. το τελευταίο καπίκι•
    ставить знак равенства между кем-чем – εξισώνω, βάζω στην ίδια μοίρα με, παρομοιάζω με.
    μπαίνω, τοποθετούμαι, τίθεμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    ставлю, ставишь
    ρ.δ. κ. παλ. εφοδιάζω, προμηθεύω.
    εφοδιάζομαι., προμηθεύομαι..

    Большой русско-греческий словарь > ставить

  • 80 твёрдый

    επ., βρ: твёрд, тверда, твёрдо; твёрже
    1. σκληρός• στερεός•

    -ое тело στερεό σώμα•

    -ое вещество σκληρή ουσία•

    -ые горючие τα στερεά καύσιμα•

    твёрдый карандаш το σκληρό μολύβι•

    -ое яблоко σκληρό μήλο.

    2. μτφ. γερός, σταθερός, στερεός, ακλόνητος• ατράνταχτος•

    быть -ым в беде αντέχω γερά στη δυστυχία.

    || ισχυρός•

    -ая воля ισχυρή θέληση•

    твёрдый характер ισχυρός χαρακτήρας•

    -ая память γερή μνήμη.

    3. στέρεος•

    -ая опора γερό στήριγμα.

    || σταθερός, μόνιμος•

    -ая власть σταθερή εξουσία•

    -ые цены σταθερές τιμές.

    || μτφ. ακλόνητος•

    -ая уверенность ακλόνητη πίστη•

    -ое убеждение σταθερή πεποίθηση.

    εκφρ.
    твёрдый знак – το σκληρό γράμμα «Ъ»•
    - ые согласные – τα σκληρά (ηχηρά) σύμφωνα•
    стоять -ой ногой – πατώ γερά (στέκομαι σε γερές θέσεις).

    Большой русско-греческий словарь > твёрдый

См. также в других словарях:

  • Знак Голливуда — Знак Голливуда  знаменитый памятный знак на Голливудских холмах в Лос Анджелесе, Калифорния. Представляет собой слово «HOLLYWOOD» (на …   Википедия

  • Знак процента — % Знак процента Пунктуация апостроф (’ …   Википедия

  • Знак деления — ÷ Знак деления Пунктуация апостроф (’ ) …   Википедия

  • Знак Отличия Военного ордена святого Георгия — Орден Знак отличия ордена Святого Георгия Знак Отличия Военного ордена 4 й степени из серебра Дата учреждения 13 (25) февраля 1807 …   Википедия

  • Знак ударения —   Знак ударения Пунктуация апостроф (’ ) …   Википедия

  • Знак абзаца — ¶ Знак абзаца Пунктуация апостроф (’ …   Википедия

  • Знак правовой охраны товарного знака — ® Знак правовой охраны товарного знака Пунктуация апостроф (’ …   Википедия

  • ЗНАК —         материальный предмет (явление, событие), выступающий в качестве представителя некоторого др. предмета, свойства или отношения и используемый для приобретения, хранения, переработки и передачи сообщений (информации, знаний). Различают… …   Философская энциклопедия

  • Знак охраны авторского права — © Знак охраны авторского права Пунктуация апостроф ( …   Википедия

  • Знак ранения — (Знак числа ранений)[1]  отличительный наградной знак (нагрудный знак и не только) военнослужащих ВС России (Русской Армии и Флота, Вооружённых Сил СССР (ВС СССР)), получивших ранения на фронтах Великой войны, Великой Отечественной войны и… …   Википедия

  • Знак радикала — √ Знак корня (знак радикала) в математике условное обозначение для корней, по умолчанию квадратных. В общем случае (для корней n й степени) показатель степени ставится над «птичкой»: знак используется для кубических корней, для корней 4 й степени …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»