-
1 αἰσχύνη
A shame, dishonour,ἐς αἰσχύνην φέρει Hdt.1.10
, cf. 3.133; αἰσχύνην φέρει, ἔχει, S.Tr.66, E.Andr. 244, etc.; αἰ. περιίσταταί με, συμβαίνει μοι, D.3.8, 18.85;αἰσχύνῃ πίπτειν S.Tr. 597
;περιπίπτειν X.HG7.3.9
;αἰσχύνην περιάπτειν τῇ πόλει Pl.Ap. 35a
;αἰ. προσβάλλειν τινί Id.Lg. 878c
;ἐν αἰ. ποιεῖν τὴν πόλιν D.18.136
;ἡ τῶν πραγμάτων αἰ. 1.27
.2 αἰ. γυναικῶν dishonouring of women, Isoc.4.114 (pl.), 12.259 (pl.); γράφεσθαί τινα γένους αἰσχύνης for dishonour done to his race, Pl.Lg. 919e.3 concrete, of a person, αἰ. φίλοις, πάτρᾳ, Thgn.1272, A.Pers. 774;ἄνθρωπος αἰ. τῆς πόλεως γεγονώς Aeschin.3.241
; of a decree, ib.105.2 like αἰδώς, sense of shame, honour,πᾶσαν αἰ. ἀφείς S.Ph. 120
; ; δι' αἰσχύνης ἔχειν τι to be ashamed of, Id.IT 683; αἰσχύνην ἔχειν τινός for a thing, S.El. 616;αἰ. ἐπί τινι Pl.Smp. 178d
;ὑπέρ τινος D.4.10
; joined with δέος, S.Aj. 1079; with ἔλεος and αἰδώς, Antipho 1.27 :—rare in pl.,πτήσσουσαν αἰσχύνῃσιν S.Fr.659.9
; ἐν αἰσχύναις ἔχω I hold it a shameful thing, E.Supp. 164.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰσχύνη
-
2 παραμπέχω
2 wrap a thing round as a cloak or disguise: metaph., παραμπίσχειν (v.l. -έχειν) λόγους use a cloak of words, E.Med. 282 :—[voice] Med., allege as a pretext, c. acc., Hp. Morb.Sacr.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραμπέχω
-
3 ἀντίμιμος
ἀντίμῑμ-ος, ον,A closely imitating, ἠχή, of an echo, Callistr.Stat.9;τινός Alcid.
ap. Arist.Rh. 1406a29; of man as a microcosm,ἀ. τῆς οὐρανίου τάξεως Ruf.Anat.1
;ἀ. οὐρανοῦ ποταμός Hld.9.9
, cf. Ph.2.164, Sthenidasap.Stob.47.63: c. dat.,ὀφθαλμὸν ἀ. ἡλίου τροχῷ Ar. Th.17
.II = μανδραγόρας, Dsc.4.75; = ὠκιμοειδές, Ps.-Dsc.4.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίμιμος
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский