-
1 ποριστικός
A able to supply or procure,τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις X.Mem.3.1.6
;ἀρετή ἐστι δύναμις π. ἀγαθῶν Arist.Rh. 1366a37
, cf. Pl.Grg. 517d; π. βίβλος treatise on supply, Aen.Tact.14.2;π. ἕξις τῶν πρὸς τὸ ζῆν καθηκόντων Stoic.3.67
;π.καὶ φυλακτικός Phld.Oec.p.67J.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποριστικός
-
2 φυλακτικός
A preservative, opp. ληπτικός, προετικός, Arist.EN 1120b15; , cf. Rh. 1366a37; of persons,φ. τῶν ὄντων X.Mem.3.4.9
; φ. ἐγκλημάτων cherishing the recollection of them, Arist.Rh. 1381b4;τὸ φ. Phld.Oec.p.34J.
, Gal.10.638, Porph.Antr.16. Adv. .II (from [voice] Med.) cautious, opp. πιστευτικός, Id.Rh. 1372b28. Adv.- κῶς Plb.6.8.3
, al.: [comp] Comp.,- ώτερον χρῆσθαι ταῖς προνομαῖς Id.1.18.1
, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλακτικός
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский