-
1 εἰρηνεύω
A bring to peace, reconcile, D.C.77.12, gloss on Babr. 39.4.II intr., keep peace, live peaceably, Pl.Tht. 180b;πρός τινα D.S.21.16
;μετὰ πάντων Ep.Rom.12.18
:—[voice] Med.,πρὸς τοὺς κρείττους εἰρηνεύεσθαι Arist.Rh. 1359b39
, cf. OGI199.1 ([place name] Adule);χώρα -ομένη ἐκ παλαιοῦ Plb.5.8.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰρηνεύω
-
2 ἐπίδοξος
ἐπίδοξ-ος, ον,A likely, of persons, ἐ. γενέσθαι ἐπιεικεῖς likely to turn out well, Pl.Tht. 143d; ἐ. τοῦτο πείσεσθαι in danger of suffering.., Hdt.6.12;ἐ. ὢν πάσχειν Antipho 2.1.5
, cf. 2.4.9; ἐ. ὢν τυχεῖν being expected to gain.., Isoc.6.8; τοὺςἐ. γενήσεσθαι πονηρούς Id.20.12
; ἐπιδοξοτέρου ὄντος (sc. αἱρεθῆναι) App.BC1.32: sts. c. [tense] fut. part.,ἐ. ἦσαν ἐμβαλοῦντες Plu. Agis13
; of things,ἐ. ἡ ἀπόστασις παρασχίδων ὀστέων ἀπιέναι Hp.Fract.24
; ἐ.γενέσθαι Hdt.1.89
;πρὸς οὓς ἐ. [ἐστι] πολεμεῖν Arist.Rh. 1359b39
: abs., ὅσα.. κακὰ ἐπίδοξα καταλαμβάνειν (- λαμβάνει codd.) Hdt.4.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίδοξος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский