-
1 ἐπιδοξάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδοξάζω
-
2 ἐπίδοξος
ἐπίδοξ-ος, ον,A likely, of persons, ἐ. γενέσθαι ἐπιεικεῖς likely to turn out well, Pl.Tht. 143d; ἐ. τοῦτο πείσεσθαι in danger of suffering.., Hdt.6.12;ἐ. ὢν πάσχειν Antipho 2.1.5
, cf. 2.4.9; ἐ. ὢν τυχεῖν being expected to gain.., Isoc.6.8; τοὺςἐ. γενήσεσθαι πονηρούς Id.20.12
; ἐπιδοξοτέρου ὄντος (sc. αἱρεθῆναι) App.BC1.32: sts. c. [tense] fut. part.,ἐ. ἦσαν ἐμβαλοῦντες Plu. Agis13
; of things,ἐ. ἡ ἀπόστασις παρασχίδων ὀστέων ἀπιέναι Hp.Fract.24
; ἐ.γενέσθαι Hdt.1.89
;πρὸς οὓς ἐ. [ἐστι] πολεμεῖν Arist.Rh. 1359b39
: abs., ὅσα.. κακὰ ἐπίδοξα καταλαμβάνειν (- λαμβάνει codd.) Hdt.4.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίδοξος
-
3 ἐπιδοξότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδοξότης
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский