-
1 φρουρός
φρουρός, ὁ,A watcher, guard, IG12.11.9, al., 42(1).40.16 (Epid., v/iv B. C.), E. Ion22, Rh. 506; φρουροὺς ἐγκατέλιπον left a garrison in a place, Th.2.6, cf. 4.25;ἐκβάλλειν τοὺς φ. Id.8.108
;οἱ φ. οἱ ἐν Ἄνδρῳ IG22.123.10
;οἳ.. ἄριστοι φ. τε καὶ φύλακες.. εἰσί Pl.R. 560b
; identified with φύλακες, X.Cyr.8.6.1,3;τοὺς φύλακας οἷον φρουρούς Arist.Pol. 1264a26
. (Contr. from Προορός (cf. οὖρος (B)), as φροίμιον from προοίμιον, φροῦδος from πρὸ ὁδοῦ.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρουρός
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский