-
1 попадать
попадать, попасть 1) (очутиться) πέφτω, βρίσκομαι· как попасть на вокзал? πώς μπορώ να βγω στο\ σταθμό; 2) (в цель) πετυχαίνω ◇ \попадать в беду παθαίνω συμφορά* * *= попасть1) ( очутиться) πέφτω, βρίσκομαιкак попа́сть на вокза́л? — πώς μπορώ να βγω στο σταθμό
2) ( в цель) πετυχαίνω••попада́ть в беду́ — παθαίνω συμφορά
-
2 беда
бед||а́ж ἡ δυστυχία, τό δυστύχημα, τό ἀτύχημα, ἡ συμφορά:\беда в том, что...то κακό εἶναι ὀτι...; наделать бед τά κάνω μούσκεμα, τά κάνω ρόϊδο; попасть в \бедау παθαίνω συμφορά; ◊ не \беда δέν χάλασε ὁ κόσμος, δέν εἶναι τρομερό; на \бедау́ κατά κακή τύχη; мне с ним \беда ἔχω βρεί τό μπελά μου μαζύ του. -
3 бедствие
το δεινοπάθημα, η συμφορά, (стихийное) η θεομηνίαтерпящий - ευρισκόμενος σε κίνδυνο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бедствие
-
4 бедствие
бедств||иес ἡ συμφορά, τό δυστύχημα:стихийное \бедствиеие ἡ θεομηνία; социальное \бедствиеие τό κοινωνικό κακό; сигнал \бедствиеия τό σήμα κινδύνου. -
5 горе
гор||ес1. ἡ λύπη, ἡ θλίψη [-ις], ἡ πίκρα, ὁ καημός, ὁ πόνος, ἡ δυστυχία:причинить кому-л, \горе φέρνω μεγάλη στενοχώρια σέ κάποιον удрученный \гореем κατα-λυπημένος, τεθλιμμένος, συντριμμένος ἀπ' τή συμφορά· с \горея ἀπό τόν καημό· к моему́ \горею или на мое \горе προς δυστυχίαν μου, δυστυχώς γιά μένα, γιά τήν κακή μου τύχη· \горе в том, что... τό κακό εἶναι πώς...·2. (в сложи, сущ.) ирон.:\горе-ры-боло́в ψαράς τῆς κακίας ὠρας· ◊ \горе мыкать κακοτυχώ, κακοπαθαίνω· ему́ и \горея мало разг δέν τόν μέλλει γιά τίποτε· \горе мне с ней разг βρήκα τό μπελά μου μαζί της· с \гореем пополам разг ὅπως-δπως, κουτσάστραβά· слезами \горею не поможешь погов. μέ τά δάκρυα δέ σώζεσαι. -
6 зарез
зарезм разг ἡ συμφορά:до \зарезу χωρίς ἄλλο, ἐπειγόντως· до \зарезу нужно χρειάζομαι ἐπειγόντως. -
7 злоключение
злоключениес τό ἀτύχημα, ἡ συμφορά. -
8 катастрофу
катастрофуж τό δυστύχημα, ἡ καταστροφή/ ἡ συμφορά (потрясение):железнодорожная \катастрофу τό σιδηροδρομικό δυστύχημα. -
9 напасть
напасть Iсов см. нападать.напасть II ж τό δυστύχημα, ἡ συμφορά, ἡ ἀτυχία, ἡ κακοτυχία, ἡ ἀναποδιά:что за \напасть τί κακοτυχία. -
10 попадать
попада||тьнесов1. (в цель и т. п.) πετυχαίνω, πέφτω, βρίσκω·2. (очутиться где-л., тж. оказаться в каком-л. положении) πέφτω, βρίσκομαι:\попадать в незнакомое место βρίσκομαι σέ ἄγνωστο τόπο· \попадать в засаду πέφτω σέ ἐνέδρα· \попадать в беду́ παθαίνω συμφορά· \попадать в плеи πιάνομαι αίχμάλωτος· \попадать под суд διώκομαι δικαστικώς, δικάζομαι· \попадать под автомобиль μέ πατάει τό αὐτοκίνητο· \попадать под дождь μέ πιάνει ἡ βροχή·3. (проникать, оказываться где-л.) μπαίνω, φτάνω·4. (на работу, в школу и т. п.) γίνομαι δεκτός· ◊ \попадать впросак κάνω γκάφα, παθαίνω γκάφα[ν]· ему́ часто \попадатьет от отца а) τρώει συχνά κατσάδα ἀπό τόν πατέρα του, б) συχνά τρώει ξύλο ἀπό τόν πατέρα του (о побоях). -
11 стрястись
стряс||ти́сьсов разг συμβαίνω:с ним \стрястисьло́сь несчастье τοῦ συνέβη δυστύχημα, ἐπαθε συμφορά. -
12 беда
-ы, πλθ. беды θ.1. δυστυχία, κακό, συμφορά• δυστύχημα•выручить из -ы βγάζω από τη δυστυχία•
помочь в -е βοηθώ στή δυστυχία•
непоправимая беда ανεπανόρθωτο κακό, δυστύχημα•
попасть в -у παθαίνω κακό (πέφτω σε δυστυχία)•
утещать в -е παρηγορώ στη δυστυχία.
2. (ως κατηγ.) είναι δύσκολο, κακό, άσχημο•беда мне с ним μου είναι δύσκολο μ’ αυτόν, κακό που με βρήκε μ’ αυτόν•
беда в том, что он не учится το κακό είναι που δε μαθαίνει ή δε σπουδάζει.
|| (με το μόριο не) δεν είναι σοβαρό•это не беда αυτό δεν είναι σοβαρό.
3. πάρα πολύς, πληθώρα•людей там беда сколько ήταν εκεί.πολύς κόσμος, κακό μεγάλο•
хорошая женщина? беда хорошая καλή γυναίκα’ πάρα πολύ καλή.
εκφρ.- как – πάρα πολύ•на -у мою (твою – πλπ.) δυστυχώς για μένα, για κακό δικό μου, για κακή μου τύχη•что за -! – το κακό δεν είναι μεγάλο, κακό το λες αυτό;•то-то и, в том-то и беда – εδώ είναι η ρίζα του κακού. -
13 бедствие
-я ουδ.δεινοπάθημα, συμφορά, δυστυχία, κακό μεγάλο•стихийное бедствие θεομηνία•
сигнал -я σήμα κινδύνου•
-я войны τα δεινά του πολέμου•
-я судьбы τα δεινά της τύχης.
-
14 быть
ρ.δ. (στον ενστ. απαντά μόνο στο γ' ενκ. προσ. «есть» και παλ. στο γ' πλθ. προσ. «суть»; μελ. «буду», «будешь»; παρλθ. χρ. «был», «была», «было»; με άρνηση: «не был», «не была», «не было»; προστ. «будь»; μτχ. παρλθ. χρ. «бывший»; επιρ. μτχ. будучи)1. υπάρχω, είμαι• υφίσταμαι•его еще не было, когда произошло это αυτός ακόμα δεν υπήρχε (δεν είχε γεννηθεί), όταν συνέβηκε αυτό.
2. εχω•у него был внук αυτός είχε εγγόνι.
|| βρίσκομαι•3. παραβρίσκομαι, είμαι παρών•я был на приеме ήμουν σε ακρόαση•
был в отсуствии ήμουν απών (απουσίαζα).
4. γίνομαι•заседание будет завтра η συνεδρίαση θα γίνει αύριο.
5. (συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα) είμαι•я был болен ήμουν άρρωστος.
|| γίνομαι, καθίσταμαι•кем хочешь -? τι θέλεις να γίνεις;(για επάγγελμα, ειδικότητα).
6. (βοηθτ. ρ.) είμαι•город был взят η πόλη καταλήφθηκε.
7. (μόριο μέλλοντα) θα•он будет читать αυτός θά διαβάζει,
εκφρ.быть может – κ. может быть βλ. στη λ. мочь 1•быть так – ας είναι (ας γίνει) έτσι•быть (чему) – απαραίτητα, οπωσδήποτε θα συμβεί•быть беде – οπωσδήποτε θα έρθει συμφορά•так и быть – ας γίνει (ας είναι) κι έτσι•быть за кого – είμαι με το μέρος κάποιου•быть за одно с кем – έχω τις ίδιες ιδέες με κάποιον, είμαι το ι’διο με κάποιον•как -? – τι να γίνει;•будь что будет – ας γίνει ό,τι θέλει•была не была – πρέπει να ριψοκινδυνέψω, ό,τι βγει, ό,τι γίνει•что будет, то будет – ό,τι γίνει ας γίνει, ό,τι έβρεξε, κατέβασε. -
15 зарез
-а α.1. σφάξιμο ζώων.2. δυστυχία, κακοτυχιά, συμφορά, χαμός.3. χάραξη με μαχαίρι.εκφρ.до зарезу – πάρα πολύ, σφάξε με καλύτερα, είναι υπέρτατη ανάγκη•мне до -у нужно сто рублей – έχω απόλυτη ανάγκη για εκατό ρούβλια. -
16 засыпаться
-плюсь, -плешься, προστκ. засыпьсяρ.σ.(απλ.) πιάνομαι ως ένοχος, αποδείχνομαι ένοχος• παθαίνω συμφορά. || αποτυναίνω στις εξετάσεις.ρ.δ.βλ. засыпаться.ρ.δ.βλ. заспаться. -
17 злоключение
-я ουδ.ατύχημα, κακοπάθημα, δεινοπάθημα, συμφορά. -
18 катастрофа
-ы θ.δυστύχημα, συμφορά•автомобильная катастрофа αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
|| καταστροφή, χαμός, όλεθρος. -
19 крушение
-я ουδ.1. συντριβή, καταστροφή, δυστύχημα, συμφορά•крушение поезда συντριβή τραίνου•
потерпеть крушение καταστρέφομαι, συντρίβομαι (για τραίνο)•
крушение с человеческими жертвами σιδηροδρομικό δυστύχημα με ανθρώπινα θύματα.
βλ. кораблекрушение.2. μτφ. χαμός, απώλεια•крушение надежд σβήσιμο (ναυάγιο, καταπόντιση) των ελπίδων.
-
20 лихо
лихо 1-а ουδ.(παλ. κ. απλ.) κακό, δυστυχία, συμφορά•от -а не уйдёшь από το κακό δε θα γλυτώσεις.
εκφρ.не поминать -ом кого – δεν κρατώ κακία για κάποιον ή δεν μνησικακώ για κάποιον•узнать, почём фунт -а – ξέρω τι θα πεί δυστυχία•хватить ή хлебнуть -а – περνώ πολλά βάσανα, μεγάλη δυστυχία.лихо 2επίρ.1. επίρ. κακώς, βλαβερά, μοχθηρά.2. ως κατηγ. είναι άσχημα, βαριά.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συμφορά — συμφορά̱ , συμφορά bringing together fem nom/voc/acc dual συμφορά̱ , συμφορά bringing together fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφορᾷ — συμφορά bringing together fem dat sg (attic doric aeolic) συμφοράζω bewail fut ind mid 2nd sg (epic) συμφοράζω bewail fut ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφορά — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συφορά Ν, και ιων. τ. συμφορή Α 1. κακοτυχία, δυστυχία, ατύχημα (α. «τόν βρήκε μεγάλη συμφορά» β. «ὑπὸ τῆς συμφορῆς ἐκπεπληγμένος», Ηρόδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που φέρνει κακοτυχία, δεινά (α. «αυτός είναι αληθινή συμφορά για… … Dictionary of Greek
σύμφορα — σύμφορος accompanying neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμφορά — συμφορά̱ , συμφορά bringing together fem nom/voc/acc dual συμφορά̱ , συμφορά bringing together fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφορᾶι — συμφορᾷ , συμφορά bringing together fem dat sg (attic doric aeolic) συμφορᾷ , συμφοράζω bewail fut ind mid 2nd sg (epic) συμφορᾷ , συμφοράζω bewail fut ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφοράσαι — συμφορά̱σᾱͅ , συμφοράζω bewail fut part act fem dat sg (doric) συμφοράζω bewail aor inf act συμφοράσαῑ , συμφοράζω bewail aor opt act 3rd sg συμφορά̱σαῑ , συμφορέω bring together aor opt act 3rd sg (attic) συμφορά̱σαῑ , συμφορέω bring together … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμφορᾶι — συμφορᾷ , συμφορά bringing together fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμφορᾷ — συμφορᾷ , συμφορά bringing together fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμφοράν — συμφορά̱ν , συμφορά bringing together fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμφοράς — συμφορά̱ς , συμφορά bringing together fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)