-
1 καταγελως
- ωτος ὅ1) осмеяние, тж. насмешка, острота(πλατύς Arph.)
2) посмешище, смешное, нелепость(τῆς πράξεως Plat.)
τί δῆτ΄ ἐμαυτῆς καταγέλωτα ἔχω τάδε ; Aesch. — к чему на мне весь этот смешной наряд? -
2 οικειος
Iион. οἰκήϊος 31) домашний, хозяйский(δούρατα ἁμάξης Hes.)
2) родственный, находящийся в родстве(ἀνήρ Her.)
3) дружеский, дружественный(οἰκειότατος καὴ ἑταιρότατος Plat.)
4) союзный(πόλεις Xen.)
5) семейный, свой собственный, родной(ἄρουραι Pind.; σταθμά Aesch.; χθών Soph.)
πένθος οἰκεῖον Soph. — семейное горе;οἰ. ἢ ΄ξ (= ἐξ) ἄλλου τινός ; Soph. — собственный или чужой?6) личный, частныйοἰκεῖον κίνδυνον ἔχειν Thuc. — подвергаться личной опасности;οἰκεία ξύνεσις Thuc. — природный ум7) внутренний, междоусобный(πόλεμος Thuc.)
8) особый(προοίμιον Plat.)
οἰκεῖον τῆς διαλεκτικῆς Arst. — особенность диалектики9) подходящий, годный, достойный, подобающий(οὔτε καλὸς οὐδ΄ οἰ. Her.)
οἰκειότερος καιρός Polyb. — более подходящий случай;οἰ. κατάγελως Men. — достойный смеха10) собственный, подлинныйοἰκεῖον ὄνομα Arst. — слово в собственном смысле - см. тж. οἰχεῖον
IIὅ родственник, родич Thuc., Plat. -
3 πλατυς
I1) широкий(τελαμών, Ἑλλήσποντος Hom.; τάφρος Pind.; πύλαι NT.)
2) широко раскинувшийся, разбросанный(αἰπόλια αἰγῶν Hom.)
3) широкоплечий, полный(οὐχ οἱ πλατεῖς, οὐδ΄ εὐρύνωτοι Soph.)
4) плоский, равнинный(χῶρος Her.; γῆ Θετταλία Xen.)
κάρυα τὰ πλατέα Xen. — каштаны5) широко открытый(πύλαι Plut.)
6) основательный, крепкий(ὅρκος Emped.)
7) громкий, раскатистый(κατάγελως Arph.)
II(πόματα Her.; ὕδατα Arst.)
См. также в других словарях:
κατάγελως — κατάγελως, έλωτος, ὁ (Α, Μ κατάγελος, ον) το αντικείμενο γέλιου («οὗτος κατάγελως νομίζεται», Μέν.) αρχ. εμπαιγμός, χλευασμός («ὥστε οὐ καταγέλωτός μοι δοκεῑ ἄξιος εἶναι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γελως (< γέλως), πρβλ. διά γελως, περί… … Dictionary of Greek
καταγέλως — κατάγελος rich in herds adverbial κατάγελος rich in herds masc/fem acc pl (doric) κατάγελως derision masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγέλωτα — κατάγελως derision masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγέλωτας — κατάγελως derision masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγέλωτι — κατάγελως derision masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγέλωτος — κατάγελως derision masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγέλωτ' — καταγέλωτα , κατάγελως derision masc acc sg καταγέλωτι , κατάγελως derision masc dat sg καταγέλωτε , κατάγελως derision masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ругать — укр. поругатися насмехаться , блр. поруга поругание , уруга упрек , др. русск. ругъ насмешка , ругати ся насмехаться , ст. слав. рѫгъ ὀνειδισμός, καταγέλως (Супр.), рѫгати сѩ ἐμπαίζειν, καταγελᾶν (Остром., Супр.), болг. ръгая ругаю, поношу ,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
посмех — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. κατάγελως) посмешище. … … Словарь церковнославянского языка
γέλως — ( ωτος), ο (AM γέλως) 1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού 2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο 3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο 4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι 5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» … Dictionary of Greek
πλατύς — (I) ιά, ύ, θηλ., και εία / πλατύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, ιων. τ. θηλ. πλατέα Α αυτός που έχει πλάτος σχετικά μεγάλο, ευρύς, φαρδύς νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός τού οποίου η σκέψη αγκαλιάζει ευρείες περιοχές τού πνεύματος, που μπορεί να εξετάσει… … Dictionary of Greek