Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(πόματα

См. также в других словарях:

  • πόματα — πόμα neut nom/voc/acc pl πόμα masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόματ' — πόματα , πόμα neut nom/voc/acc pl πόματα , πόμα masc/fem acc sg πόματι , πόμα dat sg πόματε , πόμα nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Mantle (vesture) — Bishop Mercurius of Zaraisk wearing the episcopal mantle (Saint Nicholas Russian Orthodox Cathedral, New York) …   Wikipedia

  • напоѥниѥ — НАПОѤНИ|Ѥ (8), ˫А с. Действие по гл. напоити: сщ҃еныхъ искуси. алчущихъ кормлѣ. жажущихъ напоѥньѧ. (τὰ πόματα) ПНЧ XIV, 93г; тѧжка˫а в легка вмѣнѧѥть намъ... воды напоѥньѥ ˫ако вина напоѥньѥ. (ἡ ὑδροποσία... οἰνοποσία) ФСт XIV, 43в; Что ради паче …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • προσφέρω — ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α [φέρω] 1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία τού προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.) 2. (σχετικά με έδεσμα ή… …   Dictionary of Greek

  • ψυκτικός — ή, ό / ψυκτικός, ή, όν, ΝΑ [ψύχω (II)] αυτός που επιφέρει ή προκαλεί ψύξη (α. «ψυκτικά μηχανήματα» οι κλιματιστικές εγκαταστάσεις β. «πόματα ψυκτικά», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο ψυκτικός τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή ή την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»