-
1 derya
θάλασσα -
2 mer
θάλασσα -
3 moře
θάλασσα -
4 mořský
θάλασσα -
5 morze
θάλασσα -
6 deniz
θαλασσα, πέλαγος -
7 море
-я, πλθ. -я, -и ουδ.1. η θάλασσα•средиземное море Μεσόγεια θάλασσα•
балтийское море Βαλτική θάλασσα•
каспийское море Κασπία θάλασσα•
взволнованное море ταραγμένη θάλασσα•
бурное море τρικυμισμένη θάλασσα•
за -ем πέραν των θαλασσών μακριά στα ξένα•
из-за -я πέρα από τις θάλασσες, εκείθεν των θαλασσών.
|| πέλαγος•эгиско море Αιγαίο πέλαγος•
ионическое море Ιόνιο πέλαγος.
|| λίμνη πολύ μεγάλη•аральское море η λίμνη Αρρίλη.
2. μτφ. πάρα πολύ, ποτάμι, ωκεανός•море слз π,οτάμια δάκρυα•
море крови ποτάμια αίματος.
|| τεράστια έκταση•хлебов θάλασσα σιτηρών.
3. επίρ. δια θαλάσσης•ехать -ем ταξιδεύω δια θαλάσσης.
εκφρ.житейское море – παλ. πολυτάραχος (πολυκύμαντος) βίος•в открытое море (выйти); в открытом -е – στα ανοιχτά της θάλασσας•за -ем, (мореями) – παλ. στα ξένα•на дне -я найти (сыскать); со дна -я достать – να βρεθεί οπού και να είναι, έστω και στα βάθη της θάλασσας•ждать у -я погоды – εκ Ναζαρέτ δύναται αγαθόν είναι; ή από του διαβόλου την αυλή ούτε ερίφι ούτε αρνί. -
8 море
мор||ес1. ἡ θάλασσα:открытое \море ἡ ἀνοιχτή θάλασσα, τό πέλαγος, τά ἀνοιχτά· бурное \море ἡ ταραγμένη θάλασσα· бушу́ющее \море ἡ φουρτούνα, ἡ θαλασσοταραχή· плыть по морю θαλασσοπορώ· выходить в открытое \море βγαίνω στ' ἀνοιχτά, ἀνοίγομαι στό πέλαγος· хозяйничать на \море θαλασσοκρατώ· отдыхать на \море παραθερίζω στή θάλασσα· жить у \морея ζώστήν ἀκρογιαλιά, στήν ἀκροθαλασσιά·2. перен ἡ θάλασσα, ὁ ποταμός:\море крови ποταμοί αίματος· \море звуков χείμαρρος ήχων ◊ капля в \море σταγόνα στόν ὠκεανό· из-за \морея ἀπό μακρινά μέρη· за \мореем уст. μακρυά, στά ξένα· житейское \море уст. ἡ βιοπάλη· ждать у \морея погоды погов. ζήσε μαϋρε μου νά φᾶς τριφύλλι καί τόν ἄβγουστο σταφύλι. -
9 sea
[si:] 1. noun1) ((often with the) the mass of salt water covering most of the Earth's surface: I enjoy swimming in the sea; over land and sea; The sea is very deep here; ( also adjective) A whale is a type of large sea animal.) θάλασσα2) (a particular area of sea: the Baltic Sea; These fish are found in tropical seas.) θάλασσα,πέλαγος3) (a particular state of the sea: mountainous seas.) θάλασσα•- seawards- seaward
- seaboard
- sea breeze
- seafaring
- seafood 2. adjectiveseafood restaurants.) (π.χ. εστιατόριο) με θαλασσινά- seafront- sea-going
- seagull
- sea level
- sea-lion
- seaman
- seaport
- seashell
- seashore
- seasick
- seasickness
- seaside
- seaweed
- seaworthy
- seaworthiness
- at sea
- go to sea
- put to sea -
10 борт
борт м η πλευρά (πλοίου) на \борту στο πλοίο" за \бортом στη θάλασσα* * *мη πλευρά (πλοίου)на борту́ — στο πλοίο
за борто́м — στη θάλασσα
-
11 качка
-
12 море
море с η θάλασσα· в открытом \море στο πέλαγος, στ' ανοιχτά* * *сη θάλασσαв откры́том мо́ре — στο πέλαγος, στ’ανοιχτά
-
13 перепутать
перепутать см. путать; он всё \перепутатьл τα έκανε όλα θάλασσα* * *см. путатьон всё перепу́тал — τα έκανε όλα θάλασσα
-
14 Северное море
-
15 уровень
уровень м 1) η στάθμη; высота над уровнем моря το ύψος πάνω από τη θάλασσα 2) (степень развития) το επίπεδο; жизненный \уровень το βιοτικό επίπεδο 3) полит.: встреча (переговоры, совещание) на высшем \уровеньне η συνάντηση (οι συνομιλίες, η διάσκεψη) κορυφής* * *м1) η στάθμηвысота́ над у́ровнем мо́ря — το ύψος πάνω από τη θάλασσα
2) ( степень развития) το επίπεδοжи́зненный у́ровень — το βιοτικό επίπεδο
3) полит.встре́ча (перегово́ры, совеща́ние) на вы́сшем у́ровне — η συνάντηση (οι συνομιλίες, η διάσκεψη) κορυφής
-
16 борт
бортм1. мор., ἀβ. ἡ πλευρά πλοίου:правый \борт ἡ δεξιά πλευρά πλοίου; выбросить за \борт ρίχνω στή θάλασσα; за \бортом στήν θάλασσα; на \борту πάνω στό πλοϊο;2. (одежды) ἡ ἄκρη, ἡ ὁϋγια, ἡ παρυφή. -
17 Mediterranean
Mediterranean ( Sea)ἡ παρʼ ἡμῖν θάλασσα (Plat.), ἥδε ἡ Θάλασσα (Hdt.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mediterranean
-
18 волна
το κύμαбортовая - мор. η θάλασσα (κύμα) από την πλευράвзрывная - см. ударная -встречная - мор. αντίθετο/πρυμναίο -- ы де Бройля см. - ы материи детонационная - εκπυρσοκρότησης- ουρανούкилометровые - ы см. длинные -кормовая мор. - πρύμνης- ы материи - τα ύλης, υλικά - ταметровые - ы (диапазон весьма высоких частот 30-300 MHz) λίαν βραχέα - ταмиллиметровые - ы (диапазон чрезвычайно высоких частот 30-300 GHz) χιλιοστομετρικό - (περιοχής φάσματος μεταξύ των συχνοτήτων 30 και 300 GHz)мири-аметровые - см. сверхдлинные -носовая - мор. - πλώρης- ы Рэлея επιφανειακά - τα, μακρά - ταсантиметровые - ы (диапазон сверхвысоких частот 3-30 GHz) υπερβραχέα - τα, τα μικροκύματαсверхзвуковая - υπερακουστικό -, υπερηχητικό -световая - (ядерного взрыва) - φωτός, φωτεινό -сильная - мор. η τρικυμία, η φουρτούναсредние - ы (диапазон средних частот 300 kHz - 3 MHz) μεσαία - τα, μέσα - τα (μεσαίας/μέσης συχνότητας)- κρούσης, κρουστικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > волна
-
19 замёт невода
το ρίξιμο/η τοποθέτηση του δικτύου (στη θάλασσα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > замёт невода
-
20 замётывать невод
τοποθετώ/ρίχνω το δίχτυ (στη θάλασσα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > замётывать невод
См. также в других словарях:
θαλάσσᾳ — θαλάσσᾱͅ , θάλασσα sea fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλασσα — sea fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek
θάλασσα — η 1. το σύνολο των αλμυρών υδάτων που καλύπτουν τα τρία τέταρτα της επιφάνειας της Γης. 2. κάθε τμήμα αυτής της υδάτινης επιφάνειας: Βαλτική θάλασσα. 3. λίμνη πολύ μεγάλη σαν θάλασσα ή μικρή αλλά με αλμυρά ή υφάλμυρα ύδατα: Κασπία θάλασσα. 4. το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θαλάσσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά. — θαλάσσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά. См. Умываю руки … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Καραϊβική θάλασσα ή θάλασσα των Αντιλλών — Θάλασσα (1.900.000 τ. χλμ.) του Ατλαντικού ωκεανού, που ορίζεται στα Δ από τη χερσόνησο του Γιουκατάν (Μεξικό), στα Β από τις Μεγάλες Αντίλλες, στα Α από τις Μικρές Αντίλλες και στα Ν από τις ακτές της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Μαζί με τον… … Dictionary of Greek
Οχοτσκική θάλασσα — Θάλασσα (1.578.000 τ. χλμ.) του βόρειου Ειρηνικού, που ορίζεται από τη σοβιετική Άπω Ανατολή, τη Χερσόνησο Καμτσάτκας, το νησί Σαχαλίνη και τα νησιά Κουρίλες που κλείνουν σαν αλυσίδα το άνοιγμα της θάλασσας στον Ειρηνικό. Η έκτασή της είναι ίση… … Dictionary of Greek
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν. — См. От пожара, от потопа, от злой жены, Боже сохрани … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μεσόγειος θάλασσα — Τυπική διηπειρωτική θάλασσα (2.966.000 τ. χλμ., συμπεριλαμβανομένων της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου· μέγιστο μήκος 3.860 χλμ., μέσο πλάτος περ. 600 χλμ.) που, όπως αποδεικνύει και η ονομασία της, περιλαμβάνεται μεταξύ της Ευρώπης στα Β,… … Dictionary of Greek
Βαλτική θάλασσα — Μεγάλη εσωτερική θάλασσα (περ. 430.000 τ. χλμ.) της βόρειας Ευρώπης, μεταξύ της φινο σκανδιναβικής χερσονήσου και της ηπειρωτικής Ευρώπης. Περιβρέχει τις ακτές διάφορων κρατών: της Σουηδίας στα Β, της Φιλανδίας, της Εσθονίας, της Λετονίας, της… … Dictionary of Greek
Κινεζική θάλασσα — Θαλάσσια λεκάνη (3.619.000 τ. χλμ.), τμήμα του Ειρηνικού ωκεανού, η οποία εκτείνεται μεταξύ των νοτιοανατολικών και των ανατολικών ακτών της Ασίας, από την Ιαπωνία έως το ανατολικό άκρο του Βόρνεο και το νότιο άκρο της Μαλαϊκής χερσονήσου. Το… … Dictionary of Greek