-
41 Чёрное море
-
42 беспокойный
беспоко́й||ныйприл1. (причиняющий беспокойство) μπελαλίδικος, ἐνοχλητικός, ᾶβολος:\беспокойныйная работа μπελαλίδικη δουλειά; \беспокойный ребенок τό ἄτακτο παιδί;2. (склонный к волнению) ἀνήσυχος/ἀνησυχαστικός, ἀνησυχητικός (выражающий беспокойство):\беспокойный человек ἀνήσυχος ἄνθρωπος \беспокойный сон ταραγμένος ὕπνος; \беспокойный вид ἀνησυχαστική ὀψη;3. (находящийся в возбуждении, в движении) ταραγμένος:\беспокойныйное море ταραγμένη θάλασσα. -
43 бурный
бу́рныйприл1. θυελλώδης, τρικυμιώδης:\бурныйое море ἡ τρικυμισμένη θάλασσα;2. (стремительный) ὁρμητικός:\бурныйый поток ὁρμητικός χείμαρρος; \бурныйый подъем промышленности ἡ ὀρμητική ἄνοδος τής βιομηχανίας;3. (неистовый) θορυβώδης, παταγώδης:\бурныйые аплодисменты (τά) παταγώδη χειροκροτήματα; \бурныйый спор ἡ θυελλώδης συζήτηση; \бурныйая деятельность ἡ ἀκατάσχετη δραστηριότητα. -
44 висеть
вис||етьнесов1. κρέμομαι, κρεμιέμαι, ἀναρτιέμαι/ εἶμαι ἀνηρτημένος (быть подвешенным) / εἶμαι τοιχοκολλημένος (быть вывешенным \висеть об афише и т. п.):волосы \висетьят τά μαλλιά κρέμονται·2. (нависать) ὑψώνομαι, ἐπικρέμομαι:скала \висетьит иад морем ὁ βράχος ὑψώνεται πάνω ἀπ' τή θάλασσα· ◊ \висеть на волоске κρέμομαι ἀπό μιά τρίχα· \висеть в воздухе εἶναι ἀβέβαιο (или ἀόριστο)· одежда \висетьи́т на нем τά ροῦχα πλέουν ἀπάνω του· \висеть на телефоне разг δέν ξεκολλάει ἀπό τό τηλέφωνο. -
45 закачать
закача||тьсов1. (начать качать) ἀρχίζω νά κουνώ, ἀρχίζω νά σείω·2. (убаюкать) ἀποκοιμίζω, νανουρίζω·3. безл:его \закачатьло τόν ζάλισε (ή θάλασσα κ.λ.π.). -
46 из-за
из-запредлог с род. п.1. ἀπό, πίσω ἀπό, ἀπό πέρα:\из-за стола ἀπ· τό τραπέζι· \из-за угла ἀπ' τή γωνιά· \из-за моря ἀπό πέρα ἀπ· τή θάλασσα·2. (по причине) Ενεκα, ἐξ αίτίας, λόγω:\из-за дождя ἔνεκα (έξ αἰτίας) τής βροχής· \из-за пустяков γιά τό τίποτε· \из-за тебя ἐξ αίτιας σου. -
47 нависать
нависатьнесов, нависнуть сов1. (свисать) κρέμομαι ἀπό πάνω, ἐπικρέμα-μαι, ὑψώνομαι:скалы нависли над морем οἱ βράχοι ὑψώνονται πάνω ἀπό τή θάλασσα·2. перен (угрожать) ἐπαπει-λοῦμαι:нависла опасность ἐπαπειλεΐται κίνδυνος. -
48 неспокойный
неспоко́йн||ыйприл1. ἀνήσυχος, ἀσίγαστος / ἀεικίνητος (о человеке)·2. (тревожный) ἀνήσυχος:\неспокойный сон ἀνήσυχος ὑπνος·3. (бурный) ταραγμένος, τεταραγ-μένος:\неспокойныйое мо́ре ἡ ταραγμένη θάλασσα· \неспокойныйая жизнь ἡ ταραγμένη ζωή. -
49 океан
океанд ι. ὁ ὠκεανός·2. перен ἡ θάλασσα, ὁ ὠκεανός:людской \океан ἡ ἀνθρωποθάλασσα· ◊ возду́шный \океан ἡ ἀτμόσφαιρα. -
50 открытый
открыт||ый1. прич. от открыть·2. прил (отворенный) ἀνοιχτός, ἀνοιγμένος·3. прил (непокрытый, неукрытый) ἀσκεπης, ἀκάλυπτος, ξεσκέπαστος:\открытыйая шея ὁ γυμνός λαιμός· с \открытыйой головой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· \открытый автомобиль αὐτοκίνητον ἀνοικτὅ4. (прямой, искренний) ἀνοιχτός, είλικρινής, εὐθύς:с \открытыйой душой μέ ἀνοιχτή καρδιά·5. (доступный для всех, свободный) ἀνοιχτός, ἐλεύθερος:вход \открытый είσοδος ἐλευθέρα· при \открытыйых дверях (о судебном заседании) μέ ἀνοιχτάς τάς θύρας· \открытыйое голосование ἡ ἀνοιχτή ψηφοφορία· \открытыйое письмо́ ἡ ἀνοιχτή ἐπιστολή·6. (явный) ἀπροκάλυπτος, πρόδηλος, δεδηλωμένος, προφανής:\открытыйая враждЯ ἀπροκάλυπτη ἔχθρά ◊ \открытый лоб τό φαρδύ μέτωπο· \открытыйое платье φόρεμα ντεκολτέ, ἡ ἐξωμος τουαλέτα· \открытыйая рана ἡ ἀνοιχτή πληγή· \открытыйая игра τό ἀνοιχτό παιχνίδι· в \открытыйом поле στό ὕπαιθρο· на \открытыйом воздухе στό ὕπαιθρο· \открытыйое мо́ре ἡ ἀνοιχτή θάλασσα· выйти в \открытыйое море βγαίνω στ' ἀνοιχτά· оставля́ть вопрос \открытыйым ἀφήνω τό ζήτημα ἀνοιχτό (или ἐκκρεμές)· ломиться в \открытыйую дверь ἐκβιάζω ἀνοιχτή πόρτα· действовать в \открытыйую ἐνεργώ στ· ἀνοιχτα. -
51 перепутать
перепу́та||тьсов см. перепутывать· он все \перепутатьл τά ἔκαμε ὅλα θάλασσα. -
52 прибить
приби||тьсов1. см. прибивать·2. (побить) κτυπώ, ξυλοκοπώ· ◊ труп \прибитьло к берегу мо́ря ἡ θάλασσα Εριξε τό πτώμα στήν ἀκτή· дождем \прибитьло пыль ἡ σκόνη κατακάθισε ἀπό τή βροχή. -
53 синеть
сине||тьнесов1. (становиться синим) γίνομαι γαλανός, γίνομαι μαβής. γίνομαι κυανοδς/ μελανιάζω (от холода)·2. (виднеться):вдали \синетьет море στό βάθος φαίνεται ἡ γαλανή θάλασσα- -
54 суша
су́ш||аж ἡ ξηρά, ἡ στεριά:на \сушае и на море στή ξηρά (или στή στεριά) καί στή θάλασσα. -
55 у
упредлог с род. п. I. (около) σέ, είς, κοντά σέ, παρά, πλησίον, δίπλα σέ:у берега στήν ἀκρογιαλιά· стоять у моста στέκομαι κοντά στή γέφυρα· жить у моря κατοικώ κοντά στή θάλασσα· сидеть у руля κάθομαι στό τιμόνι· работать у станка δουλεύω στή μηχανή· 2.:у меня (у тебя и т. д.) есть ἔχω (ἔχεις, ἔχει)· у меня (у тебя и т. д.) нет δέν ἔχω (ἔχεις κ.λ.π.)· у него́ нет свободного времени δέν τοῦ μένει καιρός· у меня боли́т голова ἔχω πονοκέφαλο· у меня шум в ушах βουίζουν τ' αὐτιά μου· у нее красивая шляпа αὐτή ἔχει ὠραίο καπέλλο· у всякого свой вкус ὁ καθένας ἔχει τα γοῦστα του·3. (при обозначении принадлежности переводится род. п.) τοῦ, τής:но́жки у стола τά πόδια τοῦ τραπεζιοῦ· решетка у сада τά κάγκελα τοῦ κήπου·4. (в чьем-л. доме и т. п.) σέ:он остался у нас ἐμεινε σ' ἐμᾶς· жить у родителей ζῶ μέ τους γονείς μου·5. (при указании на источник) σέ, είς, ἀπό:шить у портного ράβω στον ράφτη· у кого́ мо́жио узнать? ἀπό ποιόν μπορώ νά μάθω;· ◊ он не у дел разг δέν εἶναι πιά στά πράματα, ἔχασε τή θέση του· стоять у власти βρίσκομαι στήν ἐξουσία. -
56 укачать
укачатьсов, укачивать несов1. (ребенка) νανουρίζω, ἀποκοιμίζω·2. безл (о морской болезни):меня укачало ζαλίστηκα, μ· Επιασε ἡ θάλασσα, ἐπαθα ναυ-τίασιν. -
57 успокаиваться
успока́ива||ться1. καθησυχάζω (άμετ.), ἡσυχάζω (ά^ετ.):море начало \успокаиватьсяться ἡ θάλασσα γαλήνεψε· успокойтесь! а) ἡσυχάστε!, б) (замолчите) ἡσυχία!, σιωπή!· не \успокаиватьсяться на достигнутом δέν ἐφησυχάζω, δέν ἐπαναπαύομαι ἐπί τών ἐπιτυχιών·2. (прекратиться) παύω (άμετ.), καταπραΰνομαι, ἡσυχάζω (о боли)/ κοπάζω, πέφτω (о ветре). -
58 шуметь
шум||етьнесов1. θορυβώ, κάνω θόρυβο:мо́ре \шуметьи́т ἡ θάλασσα βουίζει·2. (скандалить, браниться) разг μαλώνω, κάνω καυγἄ· ◊ у меня \шуметьи́т в ушах βουίζουν τ' αὐτιά μου· \шуметьит в голове αίσθάνομαι βάρος στό κεφάλι. -
59 at sea
1) (on a ship and away from land: He has been at sea for four months.) στη θάλασσα, εν πλω2) (puzzled or bewildered: Can I help you? You seem all at sea.) πελαγωμένος -
60 blue
[blu:] 1. adjective1) (of the colour of a cloudless sky: blue paint; Her eyes are blue.) μπλε, γαλάζιος2) (sad or depressed: I'm feeling blue today.) μελαγχολικός2. noun1) (the colour of a cloudless sky: That is a beautiful blue.) γαλάζιο (χρώμα)2) (a blue paint, material etc: We'll have to get some more blue.) (υλικό) μπλε (χρώματος)3) (the sky or the sea: The balloon floated off into the blue.) ουρανός, θάλασσα•- blueness- bluish
- bluebottle
- bluecollar
- blueprint
- once in a blue moon
- out of the blue
- the blues
См. также в других словарях:
θαλάσσᾳ — θαλάσσᾱͅ , θάλασσα sea fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλασσα — sea fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek
θάλασσα — η 1. το σύνολο των αλμυρών υδάτων που καλύπτουν τα τρία τέταρτα της επιφάνειας της Γης. 2. κάθε τμήμα αυτής της υδάτινης επιφάνειας: Βαλτική θάλασσα. 3. λίμνη πολύ μεγάλη σαν θάλασσα ή μικρή αλλά με αλμυρά ή υφάλμυρα ύδατα: Κασπία θάλασσα. 4. το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θαλάσσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά. — θαλάσσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά. См. Умываю руки … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Καραϊβική θάλασσα ή θάλασσα των Αντιλλών — Θάλασσα (1.900.000 τ. χλμ.) του Ατλαντικού ωκεανού, που ορίζεται στα Δ από τη χερσόνησο του Γιουκατάν (Μεξικό), στα Β από τις Μεγάλες Αντίλλες, στα Α από τις Μικρές Αντίλλες και στα Ν από τις ακτές της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Μαζί με τον… … Dictionary of Greek
Οχοτσκική θάλασσα — Θάλασσα (1.578.000 τ. χλμ.) του βόρειου Ειρηνικού, που ορίζεται από τη σοβιετική Άπω Ανατολή, τη Χερσόνησο Καμτσάτκας, το νησί Σαχαλίνη και τα νησιά Κουρίλες που κλείνουν σαν αλυσίδα το άνοιγμα της θάλασσας στον Ειρηνικό. Η έκτασή της είναι ίση… … Dictionary of Greek
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν. — См. От пожара, от потопа, от злой жены, Боже сохрани … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μεσόγειος θάλασσα — Τυπική διηπειρωτική θάλασσα (2.966.000 τ. χλμ., συμπεριλαμβανομένων της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου· μέγιστο μήκος 3.860 χλμ., μέσο πλάτος περ. 600 χλμ.) που, όπως αποδεικνύει και η ονομασία της, περιλαμβάνεται μεταξύ της Ευρώπης στα Β,… … Dictionary of Greek
Βαλτική θάλασσα — Μεγάλη εσωτερική θάλασσα (περ. 430.000 τ. χλμ.) της βόρειας Ευρώπης, μεταξύ της φινο σκανδιναβικής χερσονήσου και της ηπειρωτικής Ευρώπης. Περιβρέχει τις ακτές διάφορων κρατών: της Σουηδίας στα Β, της Φιλανδίας, της Εσθονίας, της Λετονίας, της… … Dictionary of Greek
Κινεζική θάλασσα — Θαλάσσια λεκάνη (3.619.000 τ. χλμ.), τμήμα του Ειρηνικού ωκεανού, η οποία εκτείνεται μεταξύ των νοτιοανατολικών και των ανατολικών ακτών της Ασίας, από την Ιαπωνία έως το ανατολικό άκρο του Βόρνεο και το νότιο άκρο της Μαλαϊκής χερσονήσου. Το… … Dictionary of Greek