Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(θάλασσα

  • 101 тихий

    επ., βρ: тих, -а, -о; тише, тишайший.
    1. σιγανός, -λός, σιγηλός•

    -ая песня σιγανό τραγούδι•

    тихий ветерок σιγανό αεράκι (αύρα)•

    тихий стук σιγανό χτύπημα•

    тихий голос σιγανή φωνή.

    2. ήσυχος, αθόρυβος, ήρεμος•

    -ая ночь ήσυχη νύχτα•

    -ая река ήσυχο ποτάμι.

    3. μτφ. φρόνιμος•

    тихий человек ήσυχος άνθρωπος.

    4. σιωπηρός, αμίλητος.
    5. γαλήνιος, -μένος•

    море было -ое η θάλασσα ήταν γαληνεμένη.

    6. αργός, βραδύς•

    тихий ход αργό βάδισμα, βραδυπορεία.

    εκφρ.
    - ое помешательство – ελαφρό σκαρτάρισμα, ελαφρά φρενοβλάβεια•. тихий час ώρα ανάπαυσης (στα νοσοκομεία, παιδικούς σταθμούς)• η μετά το γεύμα ανάπαυση.

    Большой русско-греческий словарь > тихий

  • 102 тонуть

    тону, тонешь, μτχ. ενστ. тонущий
    ρ.δ.
    1. βυθίζομαι• βουλιάζω•

    железо -нет в воде το σίδερο βυθίζεται στο νερό•

    дерево не -нет в воде το ξύλο δε βυθίζεται στο νερό.

    || πνίγομαι•

    тонуть в море, в реке πνίγομαι στη θάλασσα, στο ποτάμι.

    2. βουλιάζω•

    тонуть в грязи βουλιάζω στη λάσπη.

    || χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    тонуть в темноте χάνομαι στο σκοτάδι.

    εκφρ.
    тонуть в крови – α) πνίγομαι στο αίμα (είμαι αιμόφυρτος ή καταστέλλω με αιματοχυσία), β) γίνεται αιματοχυσία, αιματοκύλισμα.

    Большой русско-греческий словарь > тонуть

  • 103 трепетать

    -пещу -пешешь
    ρ.δ.
    1. πάλλομαι, τρεμουλιάζω, τρέμω, κουνιέμαι• κυματίζω•

    листва -пещет η φυλλωσιά τρεμουλιάζε ι•

    флаги -пщут οι σημαίες κυματίζουν•

    море -пе-щет η θάλασσα κυματίζει.

    || σπαρταρώ, σπαράζω. || μαρμαίρω, τρεμοσβήνω, τρεμοφέγγω, τρεμολάμπω, λαμπυρίζω (για φως, φωτιά). || τρεμουλιάζω (για φωνή, ήχο).
    2. τρέμω, με πιάνει τρεμούλα• πάλλομαιδονούμαι•

    он -п-щет всем шелом αυτός τρέμει, σύγκορμος (σύσσωμος)•

    трепетать от гнева τρέμω από το θυμό.

    || μτφ. εμφανίζομαι, προβάλλω, διαφαίνομαι.
    3. μτφ. παλ. φοβούμαι πολύ, τρέμω από το αόβο•

    перед начальством τρέμω μπροστά στους ανωτέρους (διευθυντές, διοικητές, προϊστάμενους).

    || ανησυχώ πολύ•

    родители -щут за детей οι γονείς ανησυχούν πολύ για τα παιδιά.

    τρέμω• ριγώ• τρεμουλιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > трепетать

  • 104 тянуть

    тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.δ.
    1. τραβώ (προς τον εαυτό μου)•

    тянуть ве-рвку τραβώ την τριχιά•

    тянуть за руку τραβώ από το χέρι.

    2. τεντώνω• απλώνω•

    тянуть руку απλώνω το χέρι•

    тянуть бельевую вервку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή.

    || κατευθύνομαι, τείνω προς. || τοποθετώ, βάζω•, тянуть трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. || διαστέλλω•

    тянуть провод τεντώνω το καλώδιο•

    тянуть кожу τεντώνω το δέρμα.

    || κατασκευάζω (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες).
    3. μ. έλκω•

    пароход -ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μαούνα•

    трактор -ет сеялку το τραχτέρ τραβάτη σπαρτική μηχανή.

    || κατευθύνομαι, πηγαίνω.
    4. κάνω βαριά δουλειά•

    одни -ут всё, а другие ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και μερικοί δεν κάνουν τίποτε.

    || διατρέφω•

    вдова -ет троих детей η χήρα με δυσκολία διατρέφει τα τρία παιδιά.

    || βοηθώ•

    тянуть слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή.

    5. παλ. • είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο.
    6. μ. παίρνω•

    тянуть труга в кино παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο•

    тянуть братишку купаться παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει.

    || μτφ. οδηγώ. || ενάγω• καλώ•

    тянуть в суд τραβώ στο δικαστήριο•

    тянуть к ответу καλώ να δόσει λόγο.

    7. προσελκύω•

    меня -ет за город με τραβάει η εξοχή•

    его -ет природа τον τραβάει η φύση.

    8. τείνω, έχω τάση•

    -ет ко сну νυστάζω•

    тянуть к рвоте έχω τάση για εμετώ.

    9. βγάζω•

    тянуть невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ•

    тянуть карту из колоды τραβώ χαρτί από την τράπουλα•

    тянуть жребий τραβώ κλήρο.

    10. αναρροφώ•

    насос -ет воду η αντλία τραβά το νερό.

    || πίνω• ρουφώ•

    тянуть вино τραβώ κρασί.

    || καπνίζω, φουμάρω•

    тянуть папироску τραβώ τσιγάρο.

    11. παίρνω συνεχώς, αποσπώ, απομυζώ•

    тянуть деньги τραβώ χρήματα.

    12. κλέβω. || πετώ•

    журавли -ут в небо οι γερανοί πετούν στον ουρανό.

    || (για καπνοδόχο)• τραβώ• βγάζω (τον καπνό).
    13. (για σκολόπακα) • βατεύω. || (για σμήνος πτηνών)• πετώ.
    14. φυσώ, πνέω•

    с моря -еш лёгкий бриз από τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα.

    || φέρω, παρασύρω•

    ветер -ет запах сена ο άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου.

    || απρόσ. έρχομαι, διαδίδομαι•

    -ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)•

    -ет холод от окна έρχεται κρύο από το παράθυρο•

    -ет жаром έρχεται ζέστη.

    15. βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω•

    тянуть с ответом καθυστερώ την απάντηση.

    || συνεχίζω, εξακολουθώ•

    тянуть борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα.

    16. παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).
    17. είμαι βαρύς•

    ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο, τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά.

    || βαρύνω, κρεμώ, λυγίζω•

    груши -ут ветки вниз τα αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά•

    18. σφίγγω, πιέζω•

    тяжлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους•

    рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους.

    εκφρ.
    тянуть время – βραδύνω, καθυστερώ•
    тянуть жилы – κατεξαντλώ, καταπονώ• ξεπατώνω στη δουλειά•
    тянуть чью руку ή сторону – δίνω χέρι βοήθειας• παίρνω το μέρος κάποιου•
    тянуть за душуκ. тянуть душу из кого α) βγάζω την ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι•
    тянуть за язык кого – υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κάποιου•
    кто тебя за язык -ул? – ποιος σε ανάγκασε να μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί).
    1. εντείνομαι, τεντώνω, -ομαι•

    резина -ется το λάστιχο τεντώνει•

    кожа -ется το δέρμα τεντώνει.

    || εκτείνομαι•

    за рекой -лись холмы πέρα από το ποτάμι εκτείνονταν λόφοι.

    2. (για σώμα) τεντώνομαι• προ•

    тянуть снулся он и-ется ξύπνησε αυτός και τεντώνεται.

    3. στρέφω, γυρίζω•

    цветок -ется к солнцу το λουλούδι στρέφει προς τον ήλιο.

    4. με τραβάει, με ελκύει•

    тянуть к деревню με τρα• тянутьβάει το χωριό.

    5. έχω, βάζω (για) σκοπό• επιδιώκω να γίνω. || στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώτερο).
    6. σύρομαι, σέρνομαι. || ακολουθώ• έπομαι. || αφήνω (για ίχνη). || πηγαίνω, κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά.
    7. διαδίδομαι• διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ.
    8. εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βολεύω δύσκολα.
    9. διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. || βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > тянуть

  • 105 у

    у 1
    επιφ. κραυγής• ου!
    у 2
    επιφ.
    1. αγανάκτησης• ουφ!
    2. φόβου• ου!
    3. θαυμασμού, αγαλλίασης• ω! αχ!
    4. πρόθ. με γεν. πολύ σιμά, εγγύτατα• πλησίον, κοντά, εγγύς, παρά•

    стоять у стены στέκομαι, κοντά στον τοίχο•

    отдыхать у моря αναπαύομαι κοντά στη θάλασσα•

    поле у реки χωράφι• κοντά στο ποτάμι•

    сидеть у очага κάθομαι κοντά στο τζάκι.

    || στον, στην, στο•

    сидеть у руля κάθομαι στο τιμόνι (χειρίζομαι το τιμόνι)•

    мыть руки у крана πλύνω τα χέρια στη βρύση (στον κρουνό)•

    работать у станка δουλεύω στην εργατομηχανή•

    быть у власти είμαι εξουσία•

    у каждого свой подход ο καθάνας έχει το δικό του τρόπο.

    || у меня, у тебя, у него, у неё, у нас, у них κ.τ.τ. σε μένα, σε σένα, σ αυτόν, σ αυτήν, σε μας, σ αυτούς•

    у меня всё есть (σε μένα υπάρχουν όλα) εγώ έχω απ όλα•

    || μου, σου, του, μας, σας κ.τ.τ.

    у меня голова болит (σε μένα πονεί το κεφάλι) μου πονεί το κεφάλι•

    у него дрожат руки (σ αυτόν τρέμουν τα χέρια) του τρέμουν τα χέρια.

    || απο, εκ•

    взять книгу у друга παίρνω βιβλίο από το φίλο.

    || σε, εις•

    смотри у меня κοίτα σε μένα.

    Большой русско-греческий словарь > у

  • 106 успокоить

    -кою, -коишь
    ρ.σ.μ.
    1. ησυχάζω, καθησυχάζω, (η)μερεύω•

    успокоить больного καθησυχάζω τον άρρωστο•

    успокоить детей καθησυχάζω τα παιδιά.

    2. υποτάσσω, δαμάζω.
    3. καταπραΰνω, κατευνάζω, μαλακώνω•

    успокоить зубную боль μαλακώνω τον πονόδοντο•

    успокоить нервы καθησυχάζω τα νεύρα.

    || ηρεμίζω, ακινητώ, γαληνεύω, καλμάρω.
    1. ησυχάζω, γίνομαι ήσυχος, (η)μερεύω.
    2. ηρεμίζω, γαληνεύω, καλμάρω•

    море -лось η θάλασσα γαλήνεψε•

    ветер -лся ο άνεμος κόπασε.

    || μτφ. αναπαύομαι•

    совесть -лась η συνείδηση αναπαύτηκε.

    3. καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι, μαλακώνω•

    нервы -лись τα νεύρα μαλάκωσαν.

    Большой русско-греческий словарь > успокоить

  • 107 штормить

    -мит
    ρ.δ. (ναυτ.) είμαι τρικυμιώδης, φουρτουνιασμένος•

    море -ит η θάλασσα είναι φουρτουνιασμένη.

    Большой русско-греческий словарь > штормить

  • 108 штормовой

    επ.
    σφοδρός, θυελλώδης•

    штормовой ветер θυελλώδης άνεμος.

    || τρικυμιώδης, φουρτουνιασμένος•

    -ое море φουρτουνιασμένη θάλασσα.

    || κατά της τρικυμίας•

    -ые паруса πανιά, κατά της τρικυμίας•

    штормовой якорь άγκυρα κατά της τρικυμίας.

    Большой русско-греческий словарь > штормовой

  • 109 щит

    α.
    1. ασπίδα•

    щит ахилла ή ахилса η ασπίδα του Αχιλλέα.

    || μτφ. προπύργιο, προμαχώνας.
    2. φράγμα• φράχτης. || προκατασκευασμένα μεσοχωρίσματα σπιτιών σαν δώματα.
    3. προστατευτικό έρεισμα σήραγγας.
    4. όστρακο (χελώνας, κοχλία κλπ.)• φολίδα. || πίνακας, ταμπλό.
    5. ηλεκτρικός πίνακας•

    электрораспределительный щит ηλεκτρικός πίνακας διανομής ρεύματος.

    || μεγάλος στόχος βολής στη θάλασσα.
    6. το σανιδωμα του τέρματος του μπάσκετ-μπόλ.
    εκφρ.
    поднять на щит – επαινώ, εγκωμιάζω, εκθειάζω, εξυψώνω•
    на -е вернуться – γυρίζω νικημένος•
    со -ом вернуться – γυρίζω νικητής.

    Большой русско-греческий словарь > щит

  • 110 эстуарий

    α.
    χωνοειδής εκβολή ποταμού στη θάλασσα.

    Большой русско-греческий словарь > эстуарий

  • 111 Brine

    subs.
    P. and V. ἅλμη, ἡ.
    Sea: P. and V. θλασσα, ἡ, Ar. and V. ἅλς, ἡ ; see Sea.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Brine

  • 112 Deep

    adj.
    P. and V. βαθς.
    Of sound: P. and V. βαρς (Eur., Hipp. 1202).
    A deep cut: P. βαθὺ τμῆμα (Plat.).
    Abstruse: P. and V. ποικλος, πολύπλοκος.
    Cunning: P. and V. ποικλος, πυκνός.
    Wise: P. and V. σοφός.
    Of sorrow, etc.: use P. and V. πολς.
    Deep silence: P. and V. πολλὴ σιωπή.
    Deep and dark: V. μελαμβαθής.
    Deep-flowing: V. βαθύρρους.
    Deep-rooted: lit., V. βαθύρριζος; met.,
    innate: P. and V. σύμφυτος, ἔμφυτος (Eur., frag.).
    To draw up one's line four deep: P. ἐπὶ τεσσάρων τάσσεσθαι (mid.) (Thuc. 2, 90).
    The Thebans arranged their line twenly-five shields deep: ἐπʼ ἀσπίδας πέντε μὲν καὶ εἴκοσι Θηβαῖοι ἐτάξαντο (Thuc. 4, 93).
    The Athenians having their ships drawn up one deep: P. οἱ Ἀθηναῖοι κατὰ μίαν ναῦν τεταγμένοι (Thuc. 2, 84).
    Deep down in: P. and V. πό (gen.).
    ——————
    subs.
    Sea: P. and V. θάλασσα, ἡ, Ar. and V. ἅλς, ὁ, V. ἅλμη, ἡ.
    Open sea: P. and V. πέλαγος, τό, Ar. and V. πόντος, ὁ (rare P.).
    Deeps: Ar. and V. βθος, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Deep

  • 113 Inundate

    v. trans.
    Ar. and P. κατακλύζειν.
    met., overwhelm: P. and V. κατακλύζειν.
    The sea forming into a wave inundated part of the city: P. ἡ θάλασσα... κυματωθεῖσα ἐπῆλθε τῆς πόλεως μέρος τι (Thuc. 3, 89).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Inundate

  • 114 Sea

    subs.
    P. and V. θλασσα, ἡ, Ar. and V. πόντος, ὁ (used in P. in geographical designations e.g., ὁ Εὔξεινος πόντος, rarely otherwise), Ar. and V. ἅλς, V. ἅλμη, ἡ.
    Open sea, high sea: P. and V. πέλαγος, τό.
    met., sea (of difficulties, etc.): P. and V. τρικυμία, ἡ (Plat., Euthy. 293A), πέλαγος, τό (Plat., Prot. 338A), V. κλύδων, ὁ.
    Of the sea, adj.: P. and V. θαλάσσιος, V. πελγιος, λιος (Eur., Hel. 774), Ar. and V. πόντιος, ἐνλιος.
    In the open sea: use adj., P. and V. πελγιος, P. μετέωρος.
    At sea, be at sea: P. θαλασσεύειν.
    met., P. and V. πορεῖν; see be at a loss, under Loss.
    Die at sea: V. ἐνλιος θανεῖν (Eur., Hel. 1066).
    By the sea, adj.: P. παραθαλάσσιος, ἐπιθαλάσσιος, ἐπιθαλασσίδιος, P. and V. παρλιος, πραλος, ἀκταῖος (Thuc.), V. ἐπάκτιος, παράκτιος.
    Command the sea, v.: P. θαλασσοκρατεῖν.
    Commanding the sea, adj.: P. θαλασσοκράτωρ.
    Convey by sea, v. trans.: Ar. and V. ναυστολεῖν, ναυσθλοῦν; see Convey.
    Defeat sea: P. καταναυμαχεῖν (acc.).
    Go by sea: P. and V. πλεῖν, Ar. and V. ναυστολεῖν, ναυσθλοῦσθαι.
    Put to sea, v. intrans.: P. and V. νγεσθαι, ἐξανγεσθαι, παίρειν, P. ἐπανάγεσθαι, ἀναγωγὴν ποιεῖσθαι, ἀναπλεῖν, αἴρειν.
    Putting out to sea, subs.: P. ἀναγωγή, ἡ; against an enemy: P. ἐπαναγωγή, ἡ.
    Supreme at sea, adj.: P. ναυκράτωρ, θαλασσοκράτωρ.
    Be supreme at sea, v.: P. θαλασσοκρατεῖν.
    When the Greeks took more readily to the sea: P. ἐπειδὴ οἱ Ἕλληνες μᾶλλον ἐπλώϊζον (Thuc. 1, 13). Tossed by the sea, adj.: V. θαλασσόπλαγκτος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sea

  • 115 Tide

    subs.
    Current: P. ῥεῦμα, τό (Thuc. 2, 102), ῥοή, ἡ (Plat., Crat. 402A).
    With the tide: P. κατὰ ῥοῦν.
    Flow with a strong tide, v.: P. and V. πολὺς ρεῖν.
    Be at high tide, v.: use P. μέγας ρεῖν.
    Swell, wave: P. and V. κῦμα, τό.
    Return of the tide: P. κύματος ἐπαναχώρησις (Thuc. 3, 89).
    Flood tide: use P. θάλασσα κυματωθεῖσα (cf. Thuc. 3,89).
    Ebb and flow: V. δίαυλοι κυμτων, οἱ.
    Ebb: V. παλίρροια, ἡ, παλιρροία, ἡ (Soph., frag.).
    met., P. and V. κῦμα, κλύδων, ὁ.
    Drift: P. φορά, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tide

  • 116 Water

    subs.
    P. and V. δωρ, τό, or use Ar. and V. δρόσος, ἡ, νᾶμα, τό (also, Plat. but rare P.), V. χεῦμα, τό, νασμός, ὁ, νοτς, ἡ (also Plat. but rare P.). ποτόν, τό; see also Stream, River.
    Water for drinking: P. and V. ποτόν, τό.
    Sea: P. and V. θλασσα, ἡ; see Sea.
    Go by water: P. and V. πλεῖν, Ar. and V. ναυστολεῖν, ναυσθλοῦσθαι.
    Convey by water: P. and V. πορθμεύειν, Ar. and V. ναυστολεῖν, ναυσθλοῦν; see Convey.
    A draught of water: V. πῶμα ὑδρηχόον (Eur., frag.).
    Lustral water: P. and V. χέρνιψ, ἡ.
    Streams of water: V. λιβδες ὑδρηλαί (Æsch., Pers. 613).
    Living in water, aquatic, adj.: Ar. and P. ἔνυδρος.
    Under water: P. ὕφυδρος.
    Vessels for water: V. κρωσσοὶ ὑδρηλοί, οἱ (Eur., Cycl. 89).
    Water for washing: V. νίπτρα, τά.
    Draw ( water), v.: Ar. and P. ρύτειν (or mid.).
    Get water: P. ὑδρεύεσθαι.
    The task of getting water: P. ὑδρεία, ἡ.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. ἄρδειν (Plat.), V. ἀρδεύειν, ὑγραίνειν.
    Sprinkle with water: V. ὑδραίνειν; see Sprinkle.
    Give to drink: P. ποτίζειν (acc.) (Plat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Water

  • 117 Atlantic

    τὸ Ἀτλαντικὸν Πέλαγος, or, ἡ Ἀτλαντίς (-ίδος) Θάλασσα.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Atlantic

  • 118 Caspian

    The Caspian Sea: ἡ Κασπία θάλασσα.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Caspian

  • 119 India

    Ἰνδικὴ χώρα, ἡ (Hdt.), Ἰνδία, ἡ (Plat.), ἡ Ἰνδική ( Plutarch).
    An Indian: Ἰνδός, ὁ.
    Indian, adj.: Ἰνδικός.
    The Indian Ocean: ἡ Ἐρυθρὰ Θάλασσα.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > India

  • 120 Red Sea

    Ἐρυθρὰ Θάλασσα, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Red Sea

См. также в других словарях:

  • θαλάσσᾳ — θαλάσσᾱͅ , θάλασσα sea fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλασσα — sea fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

  • θάλασσα — η 1. το σύνολο των αλμυρών υδάτων που καλύπτουν τα τρία τέταρτα της επιφάνειας της Γης. 2. κάθε τμήμα αυτής της υδάτινης επιφάνειας: Βαλτική θάλασσα. 3. λίμνη πολύ μεγάλη σαν θάλασσα ή μικρή αλλά με αλμυρά ή υφάλμυρα ύδατα: Κασπία θάλασσα. 4. το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θαλάσσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά. — θαλάσσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά. См. Умываю руки …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Καραϊβική θάλασσα ή θάλασσα των Αντιλλών — Θάλασσα (1.900.000 τ. χλμ.) του Ατλαντικού ωκεανού, που ορίζεται στα Δ από τη χερσόνησο του Γιουκατάν (Μεξικό), στα Β από τις Μεγάλες Αντίλλες, στα Α από τις Μικρές Αντίλλες και στα Ν από τις ακτές της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Μαζί με τον… …   Dictionary of Greek

  • Οχοτσκική θάλασσα — Θάλασσα (1.578.000 τ. χλμ.) του βόρειου Ειρηνικού, που ορίζεται από τη σοβιετική Άπω Ανατολή, τη Χερσόνησο Καμτσάτκας, το νησί Σαχαλίνη και τα νησιά Κουρίλες που κλείνουν σαν αλυσίδα το άνοιγμα της θάλασσας στον Ειρηνικό. Η έκτασή της είναι ίση… …   Dictionary of Greek

  • Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν. — См. От пожара, от потопа, от злой жены, Боже сохрани …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μεσόγειος θάλασσα — Τυπική διηπειρωτική θάλασσα (2.966.000 τ. χλμ., συμπεριλαμβανομένων της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου· μέγιστο μήκος 3.860 χλμ., μέσο πλάτος περ. 600 χλμ.) που, όπως αποδεικνύει και η ονομασία της, περιλαμβάνεται μεταξύ της Ευρώπης στα Β,… …   Dictionary of Greek

  • Βαλτική θάλασσα — Μεγάλη εσωτερική θάλασσα (περ. 430.000 τ. χλμ.) της βόρειας Ευρώπης, μεταξύ της φινο σκανδιναβικής χερσονήσου και της ηπειρωτικής Ευρώπης. Περιβρέχει τις ακτές διάφορων κρατών: της Σουηδίας στα Β, της Φιλανδίας, της Εσθονίας, της Λετονίας, της… …   Dictionary of Greek

  • Κινεζική θάλασσα — Θαλάσσια λεκάνη (3.619.000 τ. χλμ.), τμήμα του Ειρηνικού ωκεανού, η οποία εκτείνεται μεταξύ των νοτιοανατολικών και των ανατολικών ακτών της Ασίας, από την Ιαπωνία έως το ανατολικό άκρο του Βόρνεο και το νότιο άκρο της Μαλαϊκής χερσονήσου. Το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»