-
1 Ρωμαιος
-
2 ρωμαίος
ρωμαίος ο1) римлянин – житель Рима;2) гражданин Византийской империи, говорящий на греческом языке; -
3 Ῥωμαῖος
Ῥωμαῖος, α, ον pert. to the city of Rome or the Roman Empire, Roman subst. ὁ Ῥ. (Polyb.+) the Roman, the Roman citizen, pl. the Romans as a people or Roman citizens (Appian, Bell. Civ. 2, 26 §98 Ῥωμαίων πολῖται and Ῥωμαῖοι alternate) J 11:48; Ac 2:10; 16:21, 37f; 22:25–27, 29; 23:27 (on Rom. citizenship s. FSchulz, Rom. Registry of Births, JRS 32, ’42, 78–91; 33, ’43, 55–64 HTajra, The Trial of St Paul ’89, 81–89); 25:16; 28:17 (on Ac 16:37f; 22:25 s. μαστίζω). Phlm subscr. In the sense Roman Christians Ro ins. χωρίον Ῥωμαίων IRo ins (s. Hdb. ad loc.). ἡ Ῥωμαίων πόλις Rome (Jos., C. Ap. 1, 66, Ant. 19, 7) EpilMosq 4. ἡ Ῥωμαίων ἡγεμωνία the Roman empire AcPl Ha 9, 3 (cp. τὸ Ῥωμαίων κράτος).—RAC II, 779–86; BHHW III 1610f; EDNT. -
4 Ῥωμαῖος
{сущ., 14}Римлянин, Римский гражданин. Не только житель или уроженец Рима, но всякий имевший или приобретший римское гражданство (Ин. 11:48; Деян. 2:10; 16:21, 37, 38; 22:2527, 29; 23:27; 25:16; 28:17). Римлянин, по закону императора Порция (247 г. до Р.Х.), не мог быть подвергнут порке, закован или подвергнут позорной казни. За определенные услуги Риму такая привилегия (римское гражданство) давалась и вне Италии как отдельным гражданам, так и целым городам. Она передавалась по наследству и могла быть куплена за деньги (Деян. 22:28). Ап. Павел, будучи по наследству римским гражданином, не раз пользовался этим своим правом (Деян. 16:37; 22:25; 25:10).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Ῥωμαῖος
-
5 Ρωμαίος
{сущ., 14}Римлянин, Римский гражданин. Не только житель или уроженец Рима, но всякий имевший или приобретший римское гражданство (Ин. 11:48; Деян. 2:10; 16:21, 37, 38; 22:2527, 29; 23:27; 25:16; 28:17). Римлянин, по закону императора Порция (247 г. до Р.Х.), не мог быть подвергнут порке, закован или подвергнут позорной казни. За определенные услуги Риму такая привилегия (римское гражданство) давалась и вне Италии как отдельным гражданам, так и целым городам. Она передавалась по наследству и могла быть куплена за деньги (Деян. 22:28). Ап. Павел, будучи по наследству римским гражданином, не раз пользовался этим своим правом (Деян. 16:37; 22:25; 25:10).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Ρωμαίος
-
6 Ρωμαίος
ο, Ρωμαία η римлян|ин, -ка -
7 Ῥωμαῖος
Римлянин, Римский гражданин.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ῥωμαῖος
-
8 Ῥωμαῖος
-
9 Ῥωμαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ῥωμαῖος
-
10 φιλο-ρώμαιος
φιλο-ρώμαιος, die Römer liebend, Römerfreund, Plut. Crass. 21, öfter.
-
11 μῑσο-ρώμαιος
μῑσο-ρώμαιος, ὁ, der Römerfeind, Plut. Anton. 54.
-
12 Ρωμαικος
-
13 μισορωμαιος
-
14 φιλορωμαιος
-
15 римлянин
ри́м||лянинм ὁ ρωμαίος. -
16 4514
{сущ., 14}Римлянин, Римский гражданин. Не только житель или уроженец Рима, но всякий имевший или приобретший римское гражданство (Ин. 11:48; Деян. 2:10; 16:21, 37, 38; 22:2527, 29; 23:27; 25:16; 28:17). Римлянин, по закону императора Порция (247 г. до Р.Х.), не мог быть подвергнут порке, закован или подвергнут позорной казни. За определенные услуги Риму такая привилегия (римское гражданство) давалась и вне Италии как отдельным гражданам, так и целым городам. Она передавалась по наследству и могла быть куплена за деньги (Деян. 22:28). Ап. Павел, будучи по наследству римским гражданином, не раз пользовался этим своим правом (Деян. 16:37; 22:25; 25:10).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4514
-
17 римлянин
[ρίμλινιν] ουσ. α. ρωμαίος -
18 римлянин
[ρίμλινιν] ουσ α ρωμαίος -
19 μισορώμαιος
μῑσο-ρώμαιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μισορώμαιος
-
20 ναυκληρέω
A to be a shipowner, Ar.Av. 598, X.Lac.7.1, Lys.6.49; Ἐρασικλῆς μαρτυρεῖ κυβερνᾶν τὴν ναῦν ἣν Ὑβλήσιος ἐναυκλήρει Test. ap. D.35.20: c. gen.,φορτηγὸν ἧς ἐναυκλήρει Ῥωμαῖος ἀνήρ Plu.Pomp. 73
.II to be manager of a tenement-house (v.ναύκληρος 11
),ν. συνοικίαν ἐν Πειραιεῖ Is.6.19
, cf. Alex. 138.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυκληρέω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ρωμαίος — ο, θηλ. Ρωμαία / Ῥωμαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και Ρωμαΐς, Α 1. ο πολίτης, ο κάτοικος τής Ρώμης, αρχαίας ή σύγχρονης, ή αυτός που κατάγεται από τη Ρώμη 2. ο λατινικής καταγωγής και λατινόφωνος Ιταλός 3. κάθε υπήκοος τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που… … Dictionary of Greek
Ρωμαίος — ο θηλ. α 1. οκάτοικος της Ρώμης ή αυτός που κατάγεται απ΄ αυτή, ο πολίτης της Ρώμης. 2. ονομασία των Ελλήνων στους μέσους και νεότερους χρόνους (απ’ όπου η λέξη Ρωμιός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ρωμαίος Κωνσταντίνος — (1874 – 1966). Αρχαιολόγος και διδάκτορας της φιλολογίας. Αρχικά δούλεψε επί 5 χρόνια ως καθηγητής σε διάφορα γυμνάσια και έπειτα, με εκπαιδευτική άδεια, έφυγε για τη Γερμανία, όπου σπούδασε αρχαιολογία στα πανεπιστήμια, Μονάχου, Βερολίνου και… … Dictionary of Greek
Πομπήιος Τρόγος — Ρωμαίος ιστορικός, σύγχρονος του Λίβιου. Ήταν γαλατικής καταγωγής. Ο παππούς του είχε γίνει Ρωμαίος πολίτης από τον Πομπήιο στο Συμμαχικό Πόλεμο, και ο πατέρας του είχε υπηρετήσει υπό τον Καίσαρα και εκπληρούσε συγχρόνως τα καθήκοντα του… … Dictionary of Greek
Ουαλέντης — Ρωμαίος αυτοκράτορας. Βλ. λ. Βαλέντιος … Dictionary of Greek
Ουάλης — Ρωμαίος αυτοκράτορας. Βλ. λ. Βαλέντιος … Dictionary of Greek
Ουρβίκιος — Ρωμαίος συγκλητικός, που εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο αυτοκράτορας, θέλοντας να αυξήσει τους κάτοικους της νέας πόλης, έχτισε μεγάλες οικοδομές και έφερε τους Ρωμαίους συγκλητικούς, ουσιαστικά παρά τη … Dictionary of Greek
Πιλάτος Πόντιος — Ρωμαίος επίτροπος στην Ιουδαία, που είχε επικυρώσει τη θανατική καταδίκη του Ιησού Χριστού. Είχε διοριστεί από τον Τιβέριο ως πέμπτος επίτροπος από τότε που είχε αρχίσει η ρωμαϊκή κατοχή στην Ιουδαία για τη δεκαετία 26 36 μ.Χ. Πιθανολογείται η… … Dictionary of Greek
Ποπλίλιος Σύρος — Ρωμαίος μιμογράφος του 1ου αι. π.Χ., που ίσως να καταγόταν από την Αντιόχεια. Δεν έχει σωθεί κανένας από τους μίμους του, αλλά υπάρχει μια συλλογή από 273 γνώμες του, σε ιαμβικούς και τροχαϊκούς στίχους, που διδάσκονταν στα σχολεία … Dictionary of Greek
Πουβλίλιος Σύρος — Ρωμαίος συγγραφέας μίμων του 1ου αι. π.Χ. Ίσως να γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας, και να πήγε στη Ρώμη πολύ νέος ως δούλος. Επειδή ήταν πολύ έξυπνος, ο κύριός του τον απελευθέρωσε. Ο Π. ήταν εξαιρετικά δημοφιλής ως συγγραφέας μίμων και ως… … Dictionary of Greek
Ρούφος Σέρβιος Σουλπίκιος — Ρωμαίος ύπατος το 51 μ.Χ., ένας από τους μεγαλύτερους νομομαθείς της εποχής του. Υπήρξε φίλος του Κικέρωνα, προς τον οποίο σώζονται και δυο επιστολές του. Από τις επιστολές αυτές, η μια έχει πληροφοριακό περιεχόμενο και η άλλη εξιστορεί τις… … Dictionary of Greek