Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ῥοδιακός

См. также в других словарях:

  • ροδιακός — ή, ό / ροδιακός, ή, όν, ΝΜΑ [Ῥόδος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Ρόδο ή προέρχεται από αυτήν αρχ. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ Ῥοδιακή και τὸ Ῥοδιακόν είδος κυπέλλου που κατασκευαζόταν στη Ρόδο …   Dictionary of Greek

  • ροδιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νησί Ρόδο: Ονομαστά ήταν στην αρχαιότητα τα ροδιακά αγγεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • АРИСТИД —    • Aristīdes,          Άριστείδης,        1. сын Лисимаха, родился ок. 540 г., участвовал в преобразованиях Клисфена Plut. Arist. 2) вместе с Ксантиппом и с тех пор принадлежал к числу влиятельнейших людей в Афинах. В 1 ю Персидскую войну был… …   Реальный словарь классических древностей

  • ροδίτικος — η, ο, Ν [ροδίτης] ρόδιος, ροδιακός …   Dictionary of Greek

  • ροδιάς — άδος, ἡ, Α η Ῥοδιακή (βλ. ροδιακός). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥόδος + επίθημα ιάς (πρβλ. Ολυμπ ιάς)] …   Dictionary of Greek

  • ροδιανός — ή, όν, Α ροδιακός, ροδίτικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥόδος + κατάλ. ιανός (πρβλ. Ασ ιανός)] …   Dictionary of Greek

  • φάλλαινα — (I) ἡ, Α βλ. φάλαινα. (II) ἡ, Α είδος λεπιδόπτερου εντόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. τ., πιθανότατα ροδιακός. Κατά μία άποψη, η λ. φάλλαινα, λόγω τού χρώματος τής πεταλούδας αυτής που λαμπυρίζει στο φως, πρέπει να αναχθεί στο θηλ. φαλιά τού επιθ …   Dictionary of Greek

  • ροδίτικος — η, ο ο ροδιακός: Έχουμε στο σπίτι μας αρκετά ροδίτικα πιάτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»