-
1 Ῥοδιακός
A of Rhodes, Str.2.5.14:— Ῥοδιακόν (sc. σκύφος), τό, a kind of cup made at Rhodes, Epig.5, Diph.5, IG11(2).110.21, 27 (Delos, iii B.C.), etc.; also called Ῥοδιακὴ χυτρίς, Arist.Fr. 110; Ῥοδιακή alone, IG11(2).110, al. (Delos, iii B.C.), 7.3498.6 (Orop.); and [full] Ῥοδιάς, άδος, ἡ, Ath.11.496e, Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ῥοδιακός
-
2 Ῥόδιος
A Rhodian, of or from Rhodes, Il.2.654, etc.; Ῥ. τέχνη the art of painting, Anacreont.15.3; ἡ Ῥ. (sc. χώρα) Str.2.4.3, etc.; ῥ. (sc. δραχμή) Rhodian drachma, Roussel Cultes Egyptiens p.236 (Delos, ii B.C.), Inscr.Délos 442 B204 (pl., ii B.C.): Ῥόδια, τά, a kind of shoes, Hsch.: Ῥόδιον, τό, sc. μέτρον, Ostr.Bodl. iii 369, Ostr.Strassb. 615- 617 (ii A.D.), Ostr.i p.765:—cf. Ῥοδιακός.
См. также в других словарях:
ροδιακός — ή, ό / ροδιακός, ή, όν, ΝΜΑ [Ῥόδος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Ρόδο ή προέρχεται από αυτήν αρχ. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ Ῥοδιακή και τὸ Ῥοδιακόν είδος κυπέλλου που κατασκευαζόταν στη Ρόδο … Dictionary of Greek
ροδιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νησί Ρόδο: Ονομαστά ήταν στην αρχαιότητα τα ροδιακά αγγεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
АРИСТИД — • Aristīdes, Άριστείδης, 1. сын Лисимаха, родился ок. 540 г., участвовал в преобразованиях Клисфена Plut. Arist. 2) вместе с Ксантиппом и с тех пор принадлежал к числу влиятельнейших людей в Афинах. В 1 ю Персидскую войну был… … Реальный словарь классических древностей
ροδίτικος — η, ο, Ν [ροδίτης] ρόδιος, ροδιακός … Dictionary of Greek
ροδιάς — άδος, ἡ, Α η Ῥοδιακή (βλ. ροδιακός). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥόδος + επίθημα ιάς (πρβλ. Ολυμπ ιάς)] … Dictionary of Greek
ροδιανός — ή, όν, Α ροδιακός, ροδίτικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥόδος + κατάλ. ιανός (πρβλ. Ασ ιανός)] … Dictionary of Greek
φάλλαινα — (I) ἡ, Α βλ. φάλαινα. (II) ἡ, Α είδος λεπιδόπτερου εντόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. τ., πιθανότατα ροδιακός. Κατά μία άποψη, η λ. φάλλαινα, λόγω τού χρώματος τής πεταλούδας αυτής που λαμπυρίζει στο φως, πρέπει να αναχθεί στο θηλ. φαλιά τού επιθ … Dictionary of Greek
ροδίτικος — η, ο ο ροδιακός: Έχουμε στο σπίτι μας αρκετά ροδίτικα πιάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)