Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ῥοδιάς

См. также в других словарях:

  • ροδιάς — άδος, ἡ, Α η Ῥοδιακή (βλ. ροδιακός). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥόδος + επίθημα ιάς (πρβλ. Ολυμπ ιάς)] …   Dictionary of Greek

  • ῥοδιάς — ῥοδιά̱ς , ῥοδιή fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ροιά — η / ῥοιά, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥοιή και ῥόα και ῥοά και ῥοή Α λόγια ονομασία τής ροδιάς νεοελλ. 1. εκρηκτικό βλήμα, παλαιός τύπος χειροβομβίδας που είχε σχήμα ροδιού 2. φρ. «ροιά φλογοβόλος» διακοσμητική αναπαράσταση τού βλήματος με φλόγα να βγαίνει… …   Dictionary of Greek

  • Grevena — Gemeinde Grevena Δήμος Γρεβενών (Γρεβενά) …   Deutsch Wikipedia

  • Malevizi — Gemeinde Malevizi Δήμος Μαλεβίζιου …   Deutsch Wikipedia

  • βίγλα — I Τοπωνύμια του ελλαδικού χώρου. 1. Κορυφή (711 μ.) της οροσειράς της Σητείας στην Κρήτη που βρίσκεται στον νομό Λασιθίου. 2. Βουνό (616 μ.) στο νησί της Σύμης στα Δωδεκάνησα. II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ., 405 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • γκρενά — 1. το χρώμα τού καρπού τής ροδιάς 2. πολύτιμος λίθος με αυτό το χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (γαλλ. grenat < λατ. granatum «ρόδι»] …   Dictionary of Greek

  • ερυθροκομίς — ἐρυθροκομίς, ἡ (Α) (για ένα είδος ροδιάς) αυτή που έχει κόκκινο χνούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + κόμη] …   Dictionary of Greek

  • καταβολάδα — Αγενής τρόπος πολλαπλασιασμού των φυτών, ο οποίος εκμεταλλεύεται την ικανότητα των νεαρών βλαστών να βγάζουν επίκτητες ρίζες, όταν σκεπαστούν με χώμα. Η κ. διαφέρει από το μόσχευμα επειδή μέχρι να εμφανιστούν οι ρίζες δεν κόβεται από το μητρικό… …   Dictionary of Greek

  • κοκκωτός — ή, ό (AM κοκκωτός, ή, όν) [κόκκος] νεοελλ. μσν. αυτός που αποτελείται από κόκκους, σπυρωτός, κοκκώδης μσν. κατάστικτος, πιτσιλωτός αρχ. 1. αυτός που έχει σχήμα κόκκου 2. το ουδ. ως ουσ. τό κοκκωτόν ο καρπός τής ροδιάς, το ρόδι …   Dictionary of Greek

  • κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»