-
1 ρυτηρ
I- ῆρος ὅ [ἐρύω]1) натягивающийῥ. βιοῦ καὴ ὀϊστῶν Hom. — стрелок из лука
2) вожжа, постромка Hom.3) поводἀπὸ ῥυτῆρος Soph., Plut. — с опущенными поводьями, во весь опор
4) бич, кнут Soph., Dem., Aeschin.II- ῆρος ὅ [ῥύομαι] страж, хранитель(σταθμῶν Hom.)
-
2 ρυτήρ
-
3 ῥυτήρ
-
4 ῥυτήρ
2 strap by which one holds a horse, rein, Il.16.475 (pl.); σπεύδειν ἀπὸ ῥυτῆρος with loose rein, at full gallop, S.OC 900;ἀπὸ ῥ. ἐλαύνειν τοὺς ἵππους D.H.4.85
, cf. 11.33, D.S.19.26 (Phryn.PSp.41 B. expl. ἀπὸ ῥ. by ἄνευ χαλινοῦ):ῥυτῆρα χαλινόν Pancrat.Oxy.1085.4
;χαλινὸν.. ἔχον ῥυτῆρας PCair.Zen.659.11
(iii B.C.).------------------------------------A saviour, guard, defender, σταθμῶν ῥ. Od.17.187, 223;ῥυτῆρες Διός Opp.C.3.13
: fem. abs., Id.H.1.669; cf. ῥύτειρα. (Cf.ῥυστήρ 1
.) -
5 ῥῡτήρ
ῥῡτήρ, ῆρος, ὁ, 1) der Ziehende, Anziehende, Spannende; βιοῦ, οἰστῶν, der Zieher, Spanner des Bogens, der Pfeile, Od. 18, 262. 21, 173. – 2) der Riemen, in welchen die Wagenpferde eingespannt wurden, τὼ δ' ἰϑυνϑήτην, ἐν δὲ ῥυτῆρσι τάνυσϑεν, Il. 16, 475; dann von Reitpferden, der Riemen am Zaume des Pferdes, den man straff anzieht od. schlaff hangen läßt, je nachdem das Pferd laufen od. Schritt gehen soll; dah. σπεύδειν ἀπὸ ῥυτῆρος, Soph. O. C. 904, wie ῥυτῆρος ἐλαύνειν, mit nachgelassenem, verhängtem Zügel reiten, den Zügel schießen lassen, so daß das Pferd ungehindert rennen kann (aber μέγαν ἱπποδέτην ῥυτῆρα λαβών, Ai. 237, eine Peitsche, zu der man die Pferderiemen nahm, s. Lob. zur Stelle u. vgl. Dem. 19, 197 Aesch. 2, 157), Plut. Timol. 19 D. Hal. 7, 73 u. oft. – 3) der Retter, Schützer, Vertheidiger, Hüter; σταϑμῶν, Od. 17, 187. 223;
-
6 ῥῦτήρ
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ῥῦτήρ
-
7 ῥῡτήρ
ῥῡτήρ, ῆρος, ὁ, (1) der Ziehende, Anziehende, Spannende; βιοῦ, οἰστῶν, der Zieher, Spanner des Bogens, der Pfeile; (2) der Riemen, in welchen die Wagenpferde eingespannt wurden; dann von Reitpferden: der Riemen am Zaume des Pferdes, den man straff anzieht od. schlaff hängen läßt, je nachdem das Pferd laufen od. Schritt gehen soll; dah. σπεύδειν ἀπὸ ῥυτῆρος, wie ῥυτῆρος ἐλαύνειν, mit nachgelassenem, verhängtem Zügel reiten, den Zügel schießen lassen, so daß das Pferd ungehindert rennen kann; μέγαν ἱπποδέτην ῥυτῆρα λαβών, eine Peitsche, zu der man die Pferderiemen nahm; (3) der Retter, Schützer, Verteidiger, Hüter -
8 ρυτήρ
(-ήρος) ο узда, уздечка;τρέχω από ρυτήρος — мчаться, скакать во весь опор
-
9 ρυτωρ
-
10 ἀγωγεύς
ἀγωγεύς, ὁ, der da fortschafft, Her. 2, 175. Nach VLL. auch der Ankläger. Dah. wie ῥυτήρ, Leitseil, Zügel, Soph. frg. 801; Xen. Equ. 8, 3; Pol. 3, 43; προςλαβὼν τὸν ἀγωγέα βραχύτερον Stratt. Poll. 10, 55; vgl. B. A. 22, auch Leitseil der Jagdhunde.
-
11 ἑλκυστήρ
-
12 ῥυστήρ
-
13 ῥῡτός
ῥῡτός, 1) gezogen, herbeigezogen, -geschleppt; ῥυτοῖσιν λάεσσιν, mit großen herbeigeschleppten Steinen, Od. 6, 267. 14, 10. – 2) τὰ ῥυτά, poet. = ῥυτήρ, Zügel, ῥυτὰ χαλαίνειν, Hes. Sc. 308.
-
14 ῥῡτ-αγωγεύς
ῥῡτ-αγωγεύς, ὁ, das Seil am Halfter, woran das Reitpferd geführt ward, Xen. equit. 7, 1; s. auch ῥυτήρ.
-
15 ῥῡμός
ῥῡμός, ὁ, das Zugholz, an welchem die Zugthiere den Wagen ziehen, d. i. die Deichsel; Il. öfter; auch Her. 4, 69; Plut. Coriol. 24; – der Zugriemen, = ῥυτήρ, Ael. H. A. 10, 48; – die gezogene Furche, der Streif, Schweif, Arat. 927. – Auch Abschnitt, Abtheilung, wie ῥύμη, s. Böckh Staatshaush. II p. 290.
-
16 ιπποδετης
-
17 τηλεβολος
-
18 ρυτήρα
-
19 ῥυτῆρα
-
20 ρυτήρας
См. также в других словарях:
ῥυτήρ — ῥῡτήρ , ῥυτήρ one who draws masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυτήρ — (I) ῆρος, ὁ, Α βλ. ρυτήρας. (II) ῆρος, ὁ, θηλ. ῥύτειρα και (ῥυστήρ, ῆρος, Α αυτός που σώζει, λυτρωτής, σωτήρας, απελευθερωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ τού ἐρυω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥύσιος, ῥῦσις) + επίθημα τήρ (πρβλ. πυρσευ τήρ). Ο τ. ῥυστήρ… … Dictionary of Greek
ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… … Dictionary of Greek
ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… … Dictionary of Greek
веревка — укр. верьовка, др. русск. вьрвь, ст. слав. врьвь σχοινίον (Супр.), болг. връв, сербохорв. вр̑вца, словен. vȓv, род. п. vrvȋ, чеш. vrv; другая ступень чередования гласного: воровина веревка , воровьё веревочные, вервяные изделия . Родственно… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ρυστήρ — (I) ῆρος, ὁ, Α 1. (κατά τον Φώτ.) «ῥυστῆρας, και βρυτῆρας τὰς ἡνίας» 2. πιθ. κοτύλη αρδευτικής μηχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥυ τού ἐρύω (Ι) «σύρω, τραβώ» + επίθημα τήρ. Ο τ. εμφανίζει δυσερμήνευτο σ (πρβλ. ῥυστάζω)]. (II) ῆρος, ὁ, Α (σπάν. τ.) βλ.… … Dictionary of Greek
ρυσός — και ῥυσσός, ή, όν, Α γεμάτος ζάρες, γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος, ρυτιδιασμένος («ῥυσὸς μαστός», Σωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥῡσός / ῥυσσός ανάγεται, κατά μία άποψη, στο θ. *Fῥῡ με σημ. «τραβώ, ζαρώνω» (πρβλ. ἐρύω [Ι], ῥῡτήρ) και έχει σχηματιστεί με… … Dictionary of Greek
ρυτήρας — ο / ῥυτήρ, ῆρος, ΝΑ 1. αυτός που σέρνει ή τεντώνει κάτι («ῥυτῆρα βιοῡ» ελκυστήρας τόξου, τοξότης, Ομ. Οδ.) 2. το χαλινάρι 3. φρ. «τρέχει από ρυτήρος» ή «ἀπὸ ῥυτῆρος ἐλαύνειν» (για άλογο) τρέχει με χαλαρωμένα τα ηνία ώστε να καλπάζει χωρίς κανένα… … Dictionary of Greek
ρύτειρα — ἡ, Α βλ. ῥυτήρ … Dictionary of Greek
ῥυτῆρα — ῥῡτῆρα , ῥυτήρ one who draws masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυτῆρας — ῥῡτῆρας , ῥυτήρ one who draws masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)