Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ῥᾰδῐνός

См. также в других словарях:

  • ῥαδινός — slender masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραδινός — ή, ό / ῥαδινός, ή, όν, ΝΜΑ, και ραϊδινός, ή, ό, Ν, και ῥοδανός και ῥαδαλός και ραδανός, ή, όν και αιολ. τ. βραδινός, ίνα, ον, Α (για μέλη τού σώματος και για πρόσ.) 1. λεπτοκαμωμένος, βεργολυγερός (α. «ραϊδινή παρθένα τούς προσμένει», Γρυπ. β.… …   Dictionary of Greek

  • ραδινός — ή, ό λεπτοκαμωμένος, λυγερός: Μερικοί από τους νέους που γυμνάζονται έχουν σώμα ραδινό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥαδινά — ῥαδινός slender neut nom/voc/acc pl ῥαδινά̱ , ῥαδινός slender fem nom/voc/acc dual ῥαδινά̱ , ῥαδινός slender fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαδινώτερον — ῥαδινός slender adverbial comp ῥαδινός slender masc acc comp sg ῥαδινός slender neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαδινῶν — ῥαδινός slender fem gen pl ῥαδινός slender masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαδινόν — ῥαδινός slender masc acc sg ῥαδινός slender neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαδινώτατον — ῥαδινός slender masc acc superl sg ῥαδινός slender neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαδιναῖς — ῥαδινός slender fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαδιναί — ῥαδινός slender fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαδινοῖο — ῥαδινός slender masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»