-
1 βράδινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βράδινος
-
2 βραδίνοις
βράδινοςmasc /neut dat plῥαδινόςslender: masc /neut dat pl (aeolic) -
3 βράδινε
βράδινοςmasc voc sgῥαδινόςslender: masc voc sg (aeolic) -
4 βραδίναν
βραδίνᾱν, βράδινοςfem acc sg (doric aeolic)βραδίνᾱν, ῥαδινόςslender: fem acc sg (doric aeolic) -
5 βραδίνωι
βραδίνῳ, βράδινοςmasc /neut dat sgβραδίνῳ, ῥαδινόςslender: masc /neut dat sg (aeolic) -
6 ῥαδινός
A slender, taper,ἱμάσθλη Il.23.583
;ἄκοντες Stesich.53
;κίονες Ibyc.58
; of plants,ὄρπαξ Sapph.104
;φοῖνιξ Thgn.6
;κυπάρισσοι Theoc.11.45
, 27.46.2 of the limbs or body, taper, slim, slender, , Hes.Th. 195;χεῖρες Thgn.1002
, cf. Ath.Mitt.17.272 (Athens, ii A.D.);μηροί Anacr. 66
;πῶλοι Id.165
(unless in signf. 3);βραδίναν Ἀφροδίταν Sapph.90
;παῖς Theoc.10.24
;σώματα X.Lac.2.5
;ῥ. τῷ μήκει τοῦ σώματος Plu.2.723d
; of the neck, Aret.SD1.8;τράχηλος AP5.131
(Phld.); πτέρυγες (of a cicada) ib.7.200 (Nic.).3 generally, soft, tender, ῥαδινῇ τῇ κόμῃ, of ivy, Ach.Tat.1.15; : metaph., tender or mobile, (lyr.); and the Gramm. (Sch.A. l.c.) give εὐκίνητος among other interpretations.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥαδινός
-
7 ῥαδινός
Grammatical information: adj.Other forms: βράδινος (Sapph.). Beside it ῥοδανός adjunct of δονακεύς (Σ 576; vv.ll. ῥαδινός, ῥαδαλός); to which ῥοδάν-η f. `weft thread' (Batr. a.o.) with - ίζω (sch. a.o.), - ιστήριον (gloss.); also ῥαδανός, -η, - ίζω (II.), - ᾶται πλανᾶται H., βραδανίζει ῥιπίζει, τινάσσει H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Formations like πυκ-ινός, πιθ-ανός a.o. (Chantraine Form. 197f., 201) from unknown basis (*ῥαδεῖν, *ῥάδος, *ῥόδος?). Since Düntzer KZ 13, 6 f. connected with the semant. sightly unclear περι-ρρηδής (s.v.); to this (Lobeck Paralip. 156) also ῥαδές τὸ ἀμφοτέρως ἐγκεκλιμένον H. It may also be connected with ῥάδαμνος (s.v.), with Düntzer (so to be separated from ῥάδιξ?). Further perh. also the Arc. PN Ϝράδων. Unclear ῥαδανῶροι οἱ τῶν λαχάνων κηπουροί H. (rejected by Bechtel Dial. 2,420; to be rejected v. Blumenthal Hesychst. 11). Improbable on ῥαδινός: ῥαδανός Güntert Reimwortbildungen 129. -- From other languages have been adduced: Skt. ávradanta 3. pl. ipf. approx. `loosened, made themselves loose (stagger?)' ἅπ. λεγ. (RV2,24,3); Germ., Goth. wraton ' πορεύεσθαι, διοδεύειν', OWNo. rata `id.'; also Lith. randù, ràsti `find' (s. Fraenkel s.v.); all hypothetic. Details in Bechtel Lex. s. περιρρηδής; older discussion by Curtius 352. -- (Hardly further to u̯er- `turn, bow' WP. 1, 273f., Pok. 1153.) -- The variation *u̯rad-\/u̯rod- shows that it is a Pre-Greek word.Page in Frisk: 2,638Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥαδινός
См. также в других словарях:
βράδινος — βράδινος, α, ον (αιολ. τ.) (Α) ραδινός. [ΕΤΥΜΟΛ. βράδινος < Fράδινος (βλ. ραδινός)] … Dictionary of Greek
βραδινός — και βραδυνός, ή, ό (Μ βραδινός, ή, όν) 1. ο σχετικός με το βράδυ, αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται κατά το βράδυ 2. το θηλ. ως ουσ. η βραδινή και βραδινιά (Μ βραδινή) το βράδυ 3. το ουδ. ως ουσ. το βραδινό το βράδυ … Dictionary of Greek
βραδινός — ή, ό αυτός που γίνεται, έρχεται, εμφανίζεται το βράδυ: Το βραδινό φαγητό πρέπει να είναι πάντα ελαφρύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραδίνοις — βράδινος masc/neut dat pl ῥαδινός slender masc/neut dat pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βράδινε — βράδινος masc voc sg ῥαδινός slender masc voc sg (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βράδυ — το και βράδι και βραδί (Μ βράδυ και βραδίν) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση του ηλίου ως τον ερχομό της νύχτας, η περίοδος του λυκόφωτος νεοελλ. φρ. α) «πρωί βράδι» διαρκώς β) «άλλα λένε το βραδί κι άλλα κάνουν το ταχύ» ή «άλλα το πρωί κι άλλα … Dictionary of Greek
Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
-ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… … Dictionary of Greek
έσπερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος ή αδελφός του Άτλαντα, πατέρας των Εσπερίδων. Ο Όμηρος τον αναφέρει ως το ωραιότερο από τα άστρα. Τα ονόματα Έ. και Εωσφόρος αφορούν την Αφροδίτη. II Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Παμφυλία… … Dictionary of Greek
αλαργαδινός — ή, ό ο αλαργινός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρ. αλάργα και παραγωγική κατάλ. –ινός, με συμφυρμό προς τη λ. βραδινός] … Dictionary of Greek
αντικρινός — ή, ό εκείνος που βρίσκεται αντίκρυ, απέναντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντίκρυ. Η γραφή αντικρινός, με ι , αντί υ (αντικρυνός, πρβλ. και αντικρύζω) οφείλεται σε ορθογραφική εξομοίωση της λ. προς το πλήθος των επιθέτων σε ινός (πρβλ. και βραδινός αντί… … Dictionary of Greek