-
1 ρόχθος
-
2 ῥόχθος
-
3 ῥόχθος
ῥόχθος, ὁ, das Rauschen, Brausen, bes. von sturmbewegten Meereswogen, ὑπὸ ῥόχϑοισι ϑαλάσσης, Nic. Al. 390; Lycophr. 402 u. öfter.
-
4 ῥόχθος
ῥόχθος, ὁ, das Rauschen, Brausen, bes. von sturmbewegten Meereswogen -
5 ρόχθος
ο шум водопада; шум прибоя -
6 ρόχθος
[рохтос] ουσ. а. шум волн, неясный шум.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ρόχθος
-
7 ρόχθος
[рохтос] ουσ α шум волн, неясный шум. -
8 ῥόχθος
-
9 çağıldama
ρόχθος -
10 прибор
приборм τό σπάσιμο τών κυμάτων:грохот \приборя ὁ ρόχθος, ὁ βογγος, ἡ ραχία прибор м1. τό ὅργανο[ν], τό μηχάνημα, ἡ συσκευή; измерительный \прибор τό ὅργανο μέτρησης· нагревательный \прибор ἡ συσκευή θέρμανσης, ὁ θερμαντήρ [-ας]· точные \приборы μηχανήματα ἀκριβείας·2. (комплект чего-л.):столовый \прибор τό σερβίτσιο· чайный \прибор τό σερβίτσιο τοῦ τσαγιοῦ· бритвенный \прибор τά ξυριστικά (εργαλεία)· письменный \прибор ἡ καλαμαριά, τά γραφικά εἰδη. -
11 ρόχθοις
-
12 ῥόχθοις
-
13 ρόχθοισι
-
14 ῥόχθοισι
-
15 ρόχθοισιν
-
16 ῥόχθοισιν
-
17 ρόχθον
-
18 ῥόχθον
-
19 παλίρροχθος
πᾰλίρ-ροχθος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλίρροχθος
-
20 ῥοχθέω
Grammatical information: v.Derivatives: ῥόχθος m. `rushing, roaring' (Lyc., Nic.), prob. a backformation (Schwyzer 726 w. n. 5).Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]Etymology: Sound words without etymology. Note the formal similarity with the semant. close ῥόθος, ῥοῖζος, ῥοῖβδος; - χθ- (expressive?) as in μόχθος, βρόχθος, ὀχθέω a.o. Several interpretations are rightly rejected by Bq. -- Cf. on ὀρεχθέω.Page in Frisk: 2,663Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥοχθέω
См. также в других словарях:
ῥόχθος — roaring masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρόχθος — ο / ῥόχθος, ΝΜΑ θορυβώδης ήχος, κυρίως η βοή τών κυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παράγωγο τού ῥοχθῶ (για το επίθημα τού τ. πρβλ. βρό χθος, μό χθος)] … Dictionary of Greek
ρόχθος — ο συνεχής θόρυβος, πάταγος, ιδίως των κυμάτων: Ο ρόχθος των κυμάτων τον ενοχλούσε τις πρώτες μέρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥόχθοις — ῥόχθος roaring masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥόχθοισι — ῥόχθος roaring masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥόχθοισιν — ῥόχθος roaring masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥόχθον — ῥόχθος roaring masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουγκρητό — και μουγγρητό, το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μουγκρίζω, κραυγή θηρίου ή κατοικίδιου ζώου και ιδίως βοδιού ή αγελάδας, μυκηθμός, μουκάνισμα 2. (για πρόσωπα) γοερή και σπαρακτική κραυγή πόνου, ούρλιασμα, οιμωγή 3. (για τη θάλασσα) βοή,… … Dictionary of Greek
παλίρροχθος — παλίρροχθος, ον (Α) αυτός που ηχεί από τον ήχο τών παλιρροιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῥόχθος «βοή κυμάτων»] … Dictionary of Greek
ραχία — (I) και ιων. τ. ῥηχίη, ἡ, Α 1. η θάλασσα που φουσκώνει και σπάει στην ακτή (α. «ῥηχίη δ ἐν αὐτῷ καὶ ἄμπωτις ἀνὰ πᾱσαν ἡμέρην γίνεται», Ηρόδ. β. «αἴτιον δὲ λέγουσι Ποτιδαιῆται τῆς ῥηχίης και τῆς πλημμυρίδος καὶ τοῡ Περσικοῡ πάθεος γενέσθαι», Ηρόδ) … Dictionary of Greek
ροίζος — ο / ῥοῑζος, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥοῑζος, ἡ, Α νεοελλ. ιατρ. αίσθημα τρομώδους δονήσεως, αντιληπτό κατά την ψηλάφηση και την ακρόαση, λ.χ. σε στένωση τής μιτροειδούς βαλβίδας τής καρδιάς, όπου θυμίζει ροχαλητό γάτας μσν. (σχετικά με τους ψαλμούς)… … Dictionary of Greek