-
1 ρήμων
-
2 ῥήμων
-
3 ῥήμων
ῥήμων, ονος, ὁ, = ῥήτωρ, nach Plut. Symp. 5, 2 alte v. l. bei Hom. Il. 23, 886 für καί ῥ' ἥμονες ἄνδρες.
-
4 ρημων
-
5 ῥήμων
A = ῥήτωρ, acc. to Plu.2.675a, an old v.l. in Il.23.886, for καί ἥμονες ἄνδρες. -
6 πολυῤ-ῥήμων
πολυῤ-ῥήμων, ον, viel redend, Sp.
-
7 χρῡσοῤ-ῥήμων
χρῡσοῤ-ῥήμων, ονος, von goldenen Worten, Sp.
-
8 βραχυῤ-ῥήμων
βραχυῤ-ῥήμων, ον, = βραχυλόγος, Themist.
-
9 μυχο-ρήμων
μυχο-ρήμων, nach Phot. βαϑύγλωσσος.
-
10 κακοῤ-ῥήμων
κακοῤ-ῥήμων, ον, Schlechtes sprechend, schmähend, Aesch. Ag. 1126. – Adv., Poll. 8, 81.
-
11 καλλιῤ-ῥήμων
καλλιῤ-ῥήμων, ον, schön redend, D. Hal. de vi Dem. 18.
-
12 κομπο-φακελοῤ-ῥήμων
κομπο-φακελοῤ-ῥήμων, ονος, prunk-bündel-wortig, komischer Spottname des Aeschylus, mit Hindeutung auf seine kühnen Wortbildungen und Zusammensetzungen, Ar. Ran. 837; Lydus de mag. 3, 7 macht daraus das subst. κομποφακελοῤῥημοσύνη.
-
13 κομποῤ-ῥήμων
κομποῤ-ῥήμων, ονος, prahlerische Reden führend, Sp.
-
14 εὐ-ρήμων
εὐ-ρήμων, ον, wohlredend, VLL.
-
15 μεγαλοῤ-ῥήμων
μεγαλοῤ-ῥήμων, ον, großsprecherisch, VLL. – Adv., Poll. 9, 147.
-
16 θεοῤ-ῥήμων
θεοῤ-ῥήμων, ον, von Gott redend, Boiss. An. IV, 379.
-
17 αἰσχρεο-ρήμων
αἰσχρεο-ρήμων, dasselbe, Man. 4, 445.
-
18 αἰσχροῥ-ῥήμων
αἰσχροῥ-ῥήμων, = -λόγος, Poll.
-
19 ἀῤ-ῥήμων
-
20 μεγαλο(ρ)ρήμων
μεγαλο(ρ)ρήμων, ονος (s. two prec. entries; Philostrat., Vi. Apoll. 6, 11 p. 222, 21) boastful γλῶσσα (Ps 11:4; 3 Macc 6:4; Jos., Ant. 20, 90 v.l.) 1 Cl 15:5.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > μεγαλο(ρ)ρήμων
См. также в других словарях:
ῥήμων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρήμων — ονος, ό, Α ο ρήτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. Fρη τού ρ. λέγω, πρβλ. ῥῆσις, ῥητός + κατάλ. μων (πρβλ. ελεήμων)] … Dictionary of Greek
ῥῆμον — ῥήμων masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥήμονας — ῥήμων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥήμονες — ῥήμων masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥήμους — ῥήμων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχορήμων — μυχορήμων, ον (Μ) αυτός που μιλά από τα μύχια, από τα βάθη τής ψυχής του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + ῥήμων «ρήτορας» (πρβλ. ευ ρήμων)] … Dictionary of Greek
αισχεορρήμων — αἰσχεορρήμων ( ονος), ο (Α) αἰσχεόμυθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἶσχος* + ρήμων] … Dictionary of Greek
αισχρορρήμων — (ονος), ον (Α αἰσχρορρήμων) ο αισχρολόγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + ρήμων < εἴρω «λέγω, δηλώνω». ΠΑΡ. αἰσχρορρημονῶ, αἰσχρορρημοσύνη)] … Dictionary of Greek
ακαιρορρήμων — ἀκαιρορρήμων ( ονος), ο (Α) αυτός που μιλάει σε ακατάλληλη στιγμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκαιρος + ρήμων < εἴρω «λέγω, ομιλώ»] … Dictionary of Greek
αντιρρημονώ — ἀντιρρημονῶ ( έω) (Μ) αντιλέγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + *ρημονώ < ρήμων «ρήτωρ»] … Dictionary of Greek