См. также в других словарях:
ρυστάζω — Α (θαμ. τού ῥύομαι [ΙΙ]) σύρω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί, περιφέρω με τη βία. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό παράγωγο < θ. ῥυ τού ἐρύω (Ι) «τραβώ, σύρω», που εμφανίζει δυσερμήνευτο σ (πρβλ. ῥυσ τήρ)] … Dictionary of Greek