Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ῥυαδικός

См. также в других словарях:

  • ρυαδικός — ή, όν, Α [ῥυάς, άδος] 1. (για νόσο) αυτός που εκδηλώνεται με διάρροια 2. (για ασθενή) αυτός που πάσχει από ακράτεια ούρων 3. αυτός που πάσχει από ρυάδα τών οφθαλμών …   Dictionary of Greek

  • ῥυαδικῶν — ῥυαδικός like diarrhoea fem gen pl ῥυαδικός like diarrhoea masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυαδικόν — ῥυαδικός like diarrhoea masc acc sg ῥυαδικός like diarrhoea neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυαδικοί — ῥυαδικός like diarrhoea masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυαδικούς — ῥυαδικός like diarrhoea masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»