-
1 ρυαδικοί
-
2 ῥυαδικοί
См. также в других словарях:
ῥυαδικοί — ῥυαδικός like diarrhoea masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ρυαδικοί
2 ῥυαδικοί
ῥυαδικοί — ῥυαδικός like diarrhoea masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)