-
1 ριπίδα
-
2 ῥιπίδα
-
3 ῥιπίς
A fan for raising the fire, Ar.Ach. 669, 888; ῥ. δ' ἐγείρει.. Ἡφαίστου κύνας, i.e. the slumbering flames, Eub.75.7;πτερίνα ῥ. AP 6.306
([place name] Aristo). -
4 ἐσχάρα
ἐσχάρα, ἡ (die Ableitung war schon den Alten zweifelhaft), ion. ἐσχάρη, ep. gen. u. dat. ἀπ' ἐσχα ρόφιν, ἐπ' ἐσχαρόφιν, 1) der Heerd im Hause, nach den alten Erkl. nicht so hoch wie die ἑστία, ἀλλ' ἐπὶ τῆς γῆς ἱδρυμένη κοίλη, od. nach Apoll. Lex. H. βωμὸς ἰσόπεδος οὐδ' ἐκ λίϑων ὑψωμένος (vgl. βωμός); er dient zur Erwärmung (Kamin), Od. 6, 305, zur Opferstelle, 14, 420, u. an ihm fanden die Schutzflehenden eine Freistätte, καϑέζετο ἐπ' ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσι Od. 7, 153. 160. 169, auf dem Heerde in der Asche sitzen. – Uebh. Brandstelle, Τρώων πυρὸς ἐσχάραι, die Brandstellen im troischen Lager, Il. 10, 418. – Bei den Tragg. oft der Opferaltar, u. zwar bes. zu Brandopfern; Porphyr. antr. Nymph. bezieht ἐσχάρα auf die ϑεοὶ χϑόνιοι καὶ ἥρωες, die βωμοί auf die olympischen Götter, βόϑροι auf die unterirdischen, vgl. Poll. 1, 8; πρὸς ἐσχάραν Φοίβου Aesch. Pers. 201; ἐπ' ἐσχάρᾳ πυρὸς ἔϑυον Eum. 108; ἁγναὶ δυεῖν ϑεαῖν ἐσχ. Eur. Suppl. 33 u. öfter; Soph. unterscheidet βωμοὶ ἐσχάραι τε παντελεῖς, Ant. 1003; frg. 36 βωμιαῖον ἐσχάραν λαβών, wie Eur. Phoen. 274. Selten in Prosa, wie Dem. 59, 116 ( in Neaer.). – 2) Uebh. eine Unterlage, Gestell, Rost, um Feuer oder Kohlen darauf zu legen, vgl. Ar. ἐξενέγκατε τὴν ἐσχάραν μοι δεῠρο καὶ τὴν ῥιπίδα, Ach. 888; Vesp. 938; Xen. Cyr. 8, 3, 12; einzeln bei Sp., κρεηδόκος Philp. 13 (v I, 101), vgl. Poll. 10, 101. 104. – 31 bei Ar. Eq. 1283 nach dem Schol. τὰ χείλη τῶν γυναικείων αἰδοίων, u. ä. auch Eust. – 41 der Schorf auf einer Brandstelle u. eine Wunde übh., B. A. 257 τὰ κοῖλα ἕλκη καὶ περιφερῆ; Arist. probl. 1, 32, Medic. oft. – 5) in den Fragmenten des Archipp. bei Ath. III, 86 c sind ἐσχάραι als Schaalthiere aufgeführt, wo Dindorf ἔσχαροι ändern will.
См. также в других словарях:
ριπίδα — η / ῥιπίς, ίδος, ΝΜΑ το ριπίδιο, η βεντάλια μσν. λειτουργικό ριπίδιο, εξαπτέρυγο αρχ. 1. φυσητήρι για την αναρρίπηση τής φλόγας, για το δυνάμωμα τής φωτιάς («ἐρεθιζόμενος οὐρία ῥιπίδι», Αριστοφ.) 2. ῥιπίρ* 3. (κατά τον Ησύχ.) «τοῡ σκέλους τὸ… … Dictionary of Greek
ῥιπίδα — ῥῑπίδα , ῥιπίς fan for raising the fire fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ριπίρ — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ῥιπίς, τὸ πλέγμα, ἤ ἐκ σχοίνου πέτασος. Ἀττικοὶ δὲ ῥιπίδα, ᾧ τὸ πῡρ καίουσι καὶ τραπέζας οὕτω λέγουσι» 2. πιθ. είδος παιχνιδιού με κρίκους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο δυσερμήνευτος τ. ῥιπίρ, που παραδίδει ο Ησύχ., με την πρώτη σημ.… … Dictionary of Greek
ριπιδογοργία — Οκτωκοράλλια ακτινόζωα, που ζουν στις θερμές θάλασσες. Σχηματίζουν αποικίες, που έχουν το σχήμα βεντάλιας. Γνωστότερο είδος είναι ρ. η ριπίδα, που ζει στη θάλασσα των Αντιλών … Dictionary of Greek