Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ῥιπτεῖ

См. также в других словарях:

  • ῥιπτεῖ — ῥῑπτεῖ , ῥίπτω throw pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ῥῑπτεῖ , ῥίπτω throw pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ῥιπτέω pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ῥιπτέω pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥίπτει — ῥί̱πτει , ῥίπτω throw pres imperat act 2nd sg (attic epic) ῥί̱πτει , ῥίπτω throw pres ind mp 2nd sg ῥί̱πτει , ῥίπτω throw pres ind act 3rd sg ῥί̱πτει , ῥίπτω throw imperf ind act 3rd sg (attic epic) ῥιπτέω pres imperat act 2nd sg (attic epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • отъкрыти — ОТЪКРЫ|ТИ (110), Ю, ѤТЬ гл. 1.Открыть, раскрыть: И тѹ абиѥ отъкрышѧ || ѥдинъ. отъ златыхъ онѣхъ ларевъ. (ἤνοιξαν) Изб 1076, 272–272 об.; отъкры || гроба ст҃ою. СкБГ XII, 19б–в; и пристѹпльше ѿкрыша фелонь. и видѣша тѣло ѥго наго. ПрЛ 1282, 131а;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • θερίζω — (ΑΜ θερίζω) 1. κόβω σιτηρά ή χόρτα με δρεπάνι ή με θεριστική μηχανή («θερίσαντες δ ἂν τὸν σῑτον ἔπλωον», Ηρόδ.) 2. φονεύω ομαδικά, προκαλώ αθρόους θανάτους (α. «τούς θέρισε το πολυβόλο» β. «Ἄρη τὸν ἀρὸτοις θερίζοντα βροτούς», Αισχύλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • λέμβος — η (AM λέμβος, ὁ) σκάφος μικρών διαστάσεων, με ή χωρίς κατάστρωμα, που κινείται με κουπιά ή και ιστία, βάρκα («διωκόμενος ῥίπτει αὑτὸν εἰς τὴν θάλασσαν, διαμαρτὼν δὲ τοῡ λέμβου... ἀπεπνίγη», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. το καλάθι τού αεροστάτου 2. ανατ. το …   Dictionary of Greek

  • παλτός — παλτός, ή, όν (Α) [πάλλω] 1. αυτός που πάλλεται, που εκτοξεύεται, που εκσφενδονίζεται («παλτῷ ῥιπτεῑ πυρί», Σοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παλτόν α) βέλος β) βλήμα που ρίχνεται από καταπέλτη γ) ελαφρύ δόρυ που χρησιμοποιούσαν συνήθως οι Πέρσες… …   Dictionary of Greek

  • περιανίστημι — Α σηκώνω κάποιον από τον ύπνο, ξυπνώ («ῥίπτει βέλος... καὶ κοιμωμένου Σατύρου τυγχάνει, κἀκεῑνος περιαναστάς», Αππολλδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀνίστημι «σηκώνω, εγείρω κάποιον»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»