Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ῥικνά

  • 1 ρικνά

    ῥικνός
    shrivelled with cold: neut nom /voc /acc pl
    ῥικνά̱, ῥικνός
    shrivelled with cold: fem nom /voc /acc dual
    ῥικνά̱, ῥικνός
    shrivelled with cold: fem nom /voc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ρικνά

  • 2 ῥικνά

    ῥικνός
    shrivelled with cold: neut nom /voc /acc pl
    ῥικνά̱, ῥικνός
    shrivelled with cold: fem nom /voc /acc dual
    ῥικνά̱, ῥικνός
    shrivelled with cold: fem nom /voc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ῥικνά

См. также в других словарях:

  • ῥικνά — ῥικνός shrivelled with cold neut nom/voc/acc pl ῥικνά̱ , ῥικνός shrivelled with cold fem nom/voc/acc dual ῥικνά̱ , ῥικνός shrivelled with cold fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μπιζέλι — Ποώδες φυτό, ετήσιο, της οικογένειας των λεγκουμινιδών ή χεδρωπών (δικοτυλήδονα), που, κατάγεται από την Ασία. Η επιστημονική ονομασία του είναι πίσο το εδώδιμο. Η καλλιέργειά του συνεχίζεται από την αρχαιότητα και είναι πολύ διαδεδομένη. Το μ.… …   Dictionary of Greek

  • ρικνός — ή, ό / ῥικνός, ή, όν, ΝΜΑ, και ῥιχνός, και ποιητ. τ. ῥικνύς, εῑα, ύ Α ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, γεμάτος ζάρες, σταφιδιασμένος, σουφρωμένος, σκεβρωμένος (α. «ῥικνοί ἰσχνοί σαρξίν, ἐπικεκαμμένοι, σκαμβοί, σκολιοί», Ησύχ. β. «ῥικνὰ ἅψεα», Απολλ. Ρόδ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»