-
1 ῥικνός
ῥικνός, eigtl. vor Kälte ( ῥῖγος, dah. sich auch ῥιγνός geschrieben findet) starr, steif, zusammengezogen, erstarrt; Phot. erkl. ὁ πεφρικώς, aus Soph. es citirend; πόδας, krummfüßig, H. h. Apoll. 317; übh. zusammengezogen, gebogen, gekrümmt, krumm, mit runzliger Haut, bes. vor Alter u. Magerkeit, Xenarch. com. bei Ath. XIII, 569 b; Ap. Rh. 1, 669. 2, 198 u. a. sp. D., wie πόδας βαρύν, ἅψεα ῥικνόν Opp. Cyn. 2, 346; πούς, Leon. Tar. 37 ( Plan. 306); von Pflanzen, ῥικνὰ ϑυμέων περικνίδια, Zon. 6 (IX, 226); auch Hippocr.; u. in späterer Prosa, ῥικνὸς τὸ σῶμα Luc. bis acc. 16; hart, χελώνη, Cercidas bei Stob. flor. 58, 10; πρεσβύτην ὀφϑῆναι ῥικνόν, Alciphr. 1, 26.
См. также в других словарях:
ῥικνά — ῥικνός shrivelled with cold neut nom/voc/acc pl ῥικνά̱ , ῥικνός shrivelled with cold fem nom/voc/acc dual ῥικνά̱ , ῥικνός shrivelled with cold fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μπιζέλι — Ποώδες φυτό, ετήσιο, της οικογένειας των λεγκουμινιδών ή χεδρωπών (δικοτυλήδονα), που, κατάγεται από την Ασία. Η επιστημονική ονομασία του είναι πίσο το εδώδιμο. Η καλλιέργειά του συνεχίζεται από την αρχαιότητα και είναι πολύ διαδεδομένη. Το μ.… … Dictionary of Greek
ρικνός — ή, ό / ῥικνός, ή, όν, ΝΜΑ, και ῥιχνός, και ποιητ. τ. ῥικνύς, εῑα, ύ Α ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, γεμάτος ζάρες, σταφιδιασμένος, σουφρωμένος, σκεβρωμένος (α. «ῥικνοί ἰσχνοί σαρξίν, ἐπικεκαμμένοι, σκαμβοί, σκολιοί», Ησύχ. β. «ῥικνὰ ἅψεα», Απολλ. Ρόδ.) … Dictionary of Greek