-
1 ριγώ
ῥῑγῶ, ῥιγέωshudder: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ῥῑγῶ, ῥιγέωshudder: pres ind act 1st sg (attic epic doric)ῥῑγῶ, ῥιγόωto be cold: pres subj act 1st sgῥῑγῶ, ῥιγόωto be cold: pres ind act 1st sg——————ῥῑγῷ, ῥιγόωto be cold: pres subj mp 2nd sgῥῑγῷ, ῥιγόωto be cold: pres ind mp 2nd sgῥῑγῷ, ῥιγόωto be cold: pres opt act 3rd sgῥῑγῷ, ῥιγόωto be cold: pres subj act 3rd sgῥῑγῷ, ῥιγόωto be cold: pres ind act 3rd sg -
2 ῥιγῶ
Βλ. λ. ριγώ -
3 ῥιγῷ
Βλ. λ. ριγώ -
4 ριγώ
(ε) αμετ. дрожать, чувствовать озноб; лихорадить -
5 ριγώ
[риго] р. чувствовать озноб, дрожь.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ριγώ
-
6 ριγώ
[риго] ρ чувствовать озноб, дрожь. -
7 ριγώ
shiverΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ριγώ
-
8 дрожать
дрожа||тьнесов1. τρέμω, ριγῶ:\дрожать от страха τρέμω ἀπ' τό φόβο μου· \дрожать от холода τουρτουρίζω ἀπ' τό κρύο· \дрожать от радости σκιρτώ (или ριγώ) ἀπό χαρά·2. τρέμω, τρεμοσβήνω (о свете)) πάλλω, δονούμαι (о голосе, струне и т. п.)·3. перен (за кого-л., что-л., над кем-л., чем-л.) τρέμω γιά κάποιον, τρέμω γιά κάτι. -
9 трепетать
трепетатьнесов1. прям., перен τρέμω, τρεμουλιάζω/ тк. перен σκιρτώ, ριγώ/ σπαρταρώ, σφαδάζω (о крыльях бабочки, птицы и т. п.):\трепетать от у́жа-са τρέμω ἀπό φρίκη· \трепетать от восторга ριγώ ἀπ' τόν ἐνθουσιασμό· \трепетать ПРИ мысли μέ πιάνει ρίγος ὅταν σκέφτομαι· \трепетать всем телом τρέμω σύσσωμος· \трепетать за детей τρέμω γιά τά παιδιά· ли́стья трепещут τά φύλλα τρεμουλιάζουν2. (о пламени) τρεμοσβήνω. -
10 знобить
-битρ.δ.μ.1. (απρόσ.) ριγώ, με πιάνει ρίγος (από κρύο ή πυρετό).2. ψύχω, κρυώνω, παγώνω.(απλ.) ριγώ, με πιάνει ρίγος. -
11 ῥῑγόω
ῥῑγόω, inf. ῥιγῶν, Ar. Ach. 1111 Vesp. 446 Av. 935, auch ῥιγοῦν, Nubb. 441, Plat. Rep. IV, 440 d (nach den Atticisten hellenistisch); fem. partic. ῥιγῶσα, Simonds. mul. 29; conj. ῥιγῷ (3. Pers. für ῥιγοῖ), Plat. Gorg. 507 d; opt. ῥιγῴην, vgl. Piers. zu Moer. 339; – frieren, Kälte empfinden, von Frost leiden, Od. 14, 481; ῥιγῶν τε καὶ πεινῶν, Ar. Ach. 822; ῥιγώσουσι καὶ ἀγρυπνήσουσι, Xen. Mem. 2, 1, 17; Folgde; ῥιγοῠντα, Plut. Aristid. 25.
-
12 ριγοω
(inf. ῥιγοῦν и ῥιγῶν; эп. inf. fut. ῥιγωσέμεν; 3 л. sing. conjct. ῥιγοῖ и ῥιγῷ) зябнуть, мерзнуть Hom., Her., Xen. etc. -
13 дрожать
1. (колебаться, трястись) δονούμαι, πάλλομαι 2. (быть охваченным дрожью) τρέμω, ριγώ 3. (ο свете, огне и т.п) τρεμο-σβήνω 4. (ο голосе, звуках) τρέμω, τρεμου-λιάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дрожать
-
14 ρηγω-
см. ριγω\ -
15 shudder
-
16 трепетать
[τριπιτάτ'] ρ. τρέμω, ριγώ -
17 трепетать
[τριπιτάτ'] ρ τρέμω, ριγώ -
18 дрогнуть
дрогнуть 1-ну, -нешь, παρλθ. χρ.дрог, -ла, -лоρ.δ.παγώνω, τρέμω από το κρύο, ριγώ, τουρτουρίζω.дрогнуть 2-ну, -нешь, παρλθ. χρ. -нул, -ла, -ло ρ.σ.1. σκιρτώ, ανασκιρτώ, ανατινάσσομαι, αναπηδώ (από ζωηρό αίσθημα). || τρεμοσβήνω. || αλλάζω, μεταβάλλω, μετατρέπω γρήγορα, απότομα (για φωνή, έκφραση προσώπου).2. διστάζω, αμφιβάλλω, αμφιρρέπω, (αμφι)ταλαντεύομαι, ενδοιάζω. -
19 дрожать
-жу, -жишь, ρ.δ.1. τρέμω, ριγώ•-всем телом τρέμω σύγκορμος•
дрожать от холода τρέμω από το κρύο.
|| τρεμοσβήνω, υποτρέμω, τρεμοφέγγω•звезда -ла το αστέρι τρεμόσβηνε.
|| (για φωνή, ήχο) τρέμω, τρεμουλιάζω. || έχω σπασμούς, σφαδάζω. || δονούμαι, πάλλομαι.2. φοβούμαι, τρομάζω. || με πιάνει φόβος για κάποιον•мать -ит за своих детей η μάνα τρέμει για τα παιδιά της•
он -ит за свою жизнь αυτός τρέμει για τη ζωή του (φοβάται μήπως πεθάνει).
|| προφυλάγω πολύ•дрожать над детьми τρέμω μην πάθουν, κακό τα παιδιά.
|| τσιγγουνεύομαι πολύ•дрожать над каждой копейкой τρέμω για το κάθε καπίκι.
-
20 зазнобить
-блю, -бишь ρ.σ.μ. (διαλκ.).1. παγώνω, ξεπαγιάζω, αΐτοξυλιάζω.2. αρχίζω να ριγώ.-блю, бишьρ.σ.μ.(διαλκ. κ. δημοτ. ποίηση) ερωτεύομαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ριγώ — (I) ώω, Α τρέμω από το κρύο, τουρτουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος κατά το ἱδρώω (< ἱδρώς)]. (II) όω, Α τρέμω από το κρύο, κρυώνω («ῥιγοῡν τε γὰρ καὶ είναι γυμνή», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενής σχηματισμός από το ρ. ῥιγώω, που μαρτυρείται στη μτχ.… … Dictionary of Greek
ριγώ — ριγάω / ριγώ (παρατατ. ούσα), ρίγησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ριγώ — ( είς, εί κτλ.), ησα, με πιάνει ρίγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥιγῶ — ῥῑγῶ , ῥιγέω shudder pres subj act 1st sg (attic epic doric) ῥῑγῶ , ῥιγέω shudder pres ind act 1st sg (attic epic doric) ῥῑγῶ , ῥιγόω to be cold pres subj act 1st sg ῥῑγῶ , ῥιγόω to be cold pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιγῷ — ῥῑγῷ , ῥιγόω to be cold pres subj mp 2nd sg ῥῑγῷ , ῥιγόω to be cold pres ind mp 2nd sg ῥῑγῷ , ῥιγόω to be cold pres opt act 3rd sg ῥῑγῷ , ῥιγόω to be cold pres subj act 3rd sg ῥῑγῷ , ῥιγόω to be cold pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ORIGO — I. ORIGO mima, et meretrix. Horat. l. 1. Sat. 2. v. 55. Marsaeus amator Originis. II. ORIGO Ο᾿ριγὼ, prius dicta, quae deinde Dido. Eusebius Ε᾿καλεῖτο δὲ πρὸ τούτου Ο᾿ριγὼ … Hofmann J. Lexicon universale
μεταφρίσσω — (Α) 1. ανατριχιάζω, ριγώ μετά από κάτι 2. φρίσσω, ριγώ, ανατριχιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + φρίσσω «φρικιώ, τρέμω από τον φόβο μου»] … Dictionary of Greek
DIDO — sive Eliza, Beli vel Metrae Tyriorum Regis filia, quae primis nuptiis Sichaeo Herculis sacerdoti iuncta fuit; quem cum Pygmalion, Elizae frater, thesauris eius inhians ante aram obtruncasset, illa in somniis monita, cum iis, quibus Pygmalionem… … Hofmann J. Lexicon universale
ELISSA — Tyria Iustin. memorata l. 18. c. 4. Carthaginem condidisse dicitur, hinc quamdiu Carthago invicta fuit, pro Dea ibi culta. Eam Dido quidam autumant inquit Velleius Hist. l. 1. Prius nempe vocabatur Elissah: cuius posterior pars agnus; unde… … Hofmann J. Lexicon universale
απορριγώ — ἀπορριγῶ ( έω κ. όω) (Α) 1. έχω ρίγος, τρέμω 2. ( έω) οπισθοχωρώ τρέμοντας, φοβάμαι, δειλιάζω 3. ( όω) τρέμω από το κρύο, κρυώνω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + ριγώ ( έω κ. όω) < ρίγος) … Dictionary of Greek
αποσπαρθάζω — ἀποσπαρθάζω (Α) τρέμω, ριγώ, σπαρταρώ … Dictionary of Greek