Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ῥιγῶ

  • 21 подрогнуть

    ρ.σ. ριγώ, τρέμω λίγο χρόνο από το κρύο.

    Большой русско-греческий словарь > подрогнуть

  • 22 подрожать

    -жу, -жишь
    ρ.σ. ριγώ, τρέμω για ένα χρον. διάστημα.

    Большой русско-греческий словарь > подрожать

  • 23 трепетать

    -пещу -пешешь
    ρ.δ.
    1. πάλλομαι, τρεμουλιάζω, τρέμω, κουνιέμαι• κυματίζω•

    листва -пещет η φυλλωσιά τρεμουλιάζε ι•

    флаги -пщут οι σημαίες κυματίζουν•

    море -пе-щет η θάλασσα κυματίζει.

    || σπαρταρώ, σπαράζω. || μαρμαίρω, τρεμοσβήνω, τρεμοφέγγω, τρεμολάμπω, λαμπυρίζω (για φως, φωτιά). || τρεμουλιάζω (για φωνή, ήχο).
    2. τρέμω, με πιάνει τρεμούλα• πάλλομαιδονούμαι•

    он -п-щет всем шелом αυτός τρέμει, σύγκορμος (σύσσωμος)•

    трепетать от гнева τρέμω από το θυμό.

    || μτφ. εμφανίζομαι, προβάλλω, διαφαίνομαι.
    3. μτφ. παλ. φοβούμαι πολύ, τρέμω από το αόβο•

    перед начальством τρέμω μπροστά στους ανωτέρους (διευθυντές, διοικητές, προϊστάμενους).

    || ανησυχώ πολύ•

    родители -щут за детей οι γονείς ανησυχούν πολύ για τα παιδιά.

    τρέμω• ριγώ• τρεμουλιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > трепетать

  • 24 ужас

    α.
    1. φόβος, τρόμος, τρομάρα,φρίκη•

    внушать ужас εμπνέω φόβο•

    сотрогаться от -а τρέμω (ριγώ) από το φόβο•

    какой -! τι φρίκη!•

    привести (приводить) в — καταφοβίζω, καταπτοώ• τρομάζω•

    его объял (охватил) τον κυρίευσε φόβος και τρόμος.

    || φρικαλεότητα•

    -ы войны οι φρ ικαλεότητες του πολέμου•

    рассказывать -ы διηγούμαι φρικαλεότητες.

    2. ως κατηγ, είναι καταπληκτικά, εξαιρετικά•

    ужас как вкусно είναι κατανόστιμος, γευ-στότατος.

    3. επίρ. άκρως, πάρα πολύ, υπέρμετρα, υπερβολικά, φοβερά•

    ужас далеко πάρα πολύ μακριά•

    ужас плохо πάρα πολύ άσχημα•

    ужас хорошо κάλλιστα, άριστα, περίλαμπρα, περίφημα•

    он ужас милый человек είναι υπέρχαριτωμένος άνθρωπος•

    ужас как холодно κρύο-φρίκη.

    εκφρ.
    до -а – άκρως κλπ. επίρ. βλ. 3 σημ.• ужас что такое βλ. 2 σημ.

    Большой русско-греческий словарь > ужас

  • 25 κάρτα

    κάρτᾰ (cf. κράτος), Adv., freq. in [dialect] Ion. and Trag., rare in Com. and [dialect] Att. Prose (v. infr.):—with Adjs. and Advbs.,
    A very, extremely; with Verbs, very much;

    κ. κακῶς ῥιγῶ Hippon.16

    ;

    ἐσθλοὺς κ. μαχητάς Aristeas Epic.Fr.3

    ; κ. ἀπὸ θερμέων Χωρέων very hot, Hdt.2.27; κ. θεραπεύειν τινά, opp. μετρίως, Id.3.80;

    κ. δεόμενος Id.8.59

    ;

    κ. ὀξύ Hp. Acut.58

    ;

    κ. πρευμενεῖς A.Ag. 840

    ;

    κ. ἰδεῖν ὁμόπτερος Id.Ch. 174

    ;

    εἰ καὶ μακρὰ κ. ἐστίν S.Tr. 1218

    ;

    ὥς σου κ. νῦν μνείαν ἔχω E.Med. 328

    , cf. 222, etc.; once in Pl.,

    πηλοῦ κ. βραχέος Ti. 25d

    ; ληρεῖς ἔχων κ. Ar. Av. 342 (troch.).
    2 surely, in very deed,

    κ. δ' ἔστ' ἐγχώριος A.Th. 413

    ; κ. δ' ὢν ἐπώνυμος true to thy name, Id.Eu.90, cf. Th. 658; κ. δ' εἰμὶ τοῦ πατρός all on the father's side, Id.Eu. 738;

    κ. δ' εἴσ' ὅμαιμοι Id.Th. 939

    (lyr.); ἦ κ. Id.Ag. 592, 1252, S.El. 312, 1278, etc.;

    σὺ δὲ κ. φείδῃ Amips.22

    .
    3 καὶ κ., used to increase the force of a previous statement,

    τὰ ἀνέκαθεν λαμπροί, ἀπὸ δὲ Ἀλκμέωνος.. καὶ κ. λαμπροί Hdt.6.125

    ; esp. in dialogue, yes, verily, ἦ γάρ τινες ναίουσι.. ; Answ.

    καὶ κ... S.OC65

    ; ἆρ' ἄν τί μου δέξαιο.. ; Answ.

    καὶ κάρτα γ E.Hipp. 90

    ; once in Ar.,

    καὶ κ. μέντἂν.. καθείλκετε Ach. 544

    ; in Hdt. also, τὸ κ. 1.71, 4.181; esp. with a slightly iron. sense, with a vengeance,

    ἐς ὂ δὴ καὶ τὸ κ. ἐπύθοντο 1.191

    , cf. 3.104, 6.52.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάρτα

  • 26 ῥιγόω

    ῥιγ-όω, [tense] fut.
    A

    - ώσω X.Mem.2.1.17

    , [dialect] Ep. inf.

    - ωσέμεν Od. 14.481

    : [tense] aor.

    ἐρρίγωσα Hp.Epid.3.1

    .σ, ([etym.] ἐν-) Ar.Pl. 846: [tense] pf.

    ἐρριγωκότες Thphr.Ign.74

    (vv. ll. ἐρριγότες, ἐρριγνωκότες), Gal.11.556.—Like ἱδρόω, has an irreg. [var] contr. into ω, ῳ, for ου, οι, [ per.] 3sg. subj.

    ῥιγῷ Pl.Grg. 517d

    , cj. in Phd. 85a; opt.

    ῥιγῴη Hp.Int.10

    , Plu.2.233a; inf.

    ῥιγῶν Ar.Ach. 1146

    , V. 446, Av. 935, Pl.R. 440c, X.Cyr.5.1.11; part. fem.

    ῥιγῶσα Semon.7.26

    , but acc. masc.

    ῥιγοῦντα Phld.Vit.p.22J.

    :—to be cold, shiver, Od.14.481, Hdt.5.92.ή, Hp.VM16, etc.; though several forms may belong either to this word or to ῥιγέω, as

    ῥιγῶν τε καὶ πεινῶν Ar.Ach. 857

    , cf.Nu. 416, Crates Com.33, Pl.Grg. 517d.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥιγόω

  • 27 shiver

    1) ανατριχίλα
    2) ριγώ
    3) τουρτουρίζω

    English-Greek new dictionary > shiver

См. также в других словарях:

  • ριγώ — (I) ώω, Α τρέμω από το κρύο, τουρτουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος κατά το ἱδρώω (< ἱδρώς)]. (II) όω, Α τρέμω από το κρύο, κρυώνω («ῥιγοῡν τε γὰρ καὶ είναι γυμνή», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενής σχηματισμός από το ρ. ῥιγώω, που μαρτυρείται στη μτχ.… …   Dictionary of Greek

  • ριγώ — ριγάω / ριγώ (παρατατ. ούσα), ρίγησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ριγώ — ( είς, εί κτλ.), ησα, με πιάνει ρίγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥιγῶ — ῥῑγῶ , ῥιγέω shudder pres subj act 1st sg (attic epic doric) ῥῑγῶ , ῥιγέω shudder pres ind act 1st sg (attic epic doric) ῥῑγῶ , ῥιγόω to be cold pres subj act 1st sg ῥῑγῶ , ῥιγόω to be cold pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιγῷ — ῥῑγῷ , ῥιγόω to be cold pres subj mp 2nd sg ῥῑγῷ , ῥιγόω to be cold pres ind mp 2nd sg ῥῑγῷ , ῥιγόω to be cold pres opt act 3rd sg ῥῑγῷ , ῥιγόω to be cold pres subj act 3rd sg ῥῑγῷ , ῥιγόω to be cold pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ORIGO — I. ORIGO mima, et meretrix. Horat. l. 1. Sat. 2. v. 55. Marsaeus amator Originis. II. ORIGO Ο᾿ριγὼ, prius dicta, quae deinde Dido. Eusebius Ε᾿καλεῖτο δὲ πρὸ τούτου Ο᾿ριγὼ …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μεταφρίσσω — (Α) 1. ανατριχιάζω, ριγώ μετά από κάτι 2. φρίσσω, ριγώ, ανατριχιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + φρίσσω «φρικιώ, τρέμω από τον φόβο μου»] …   Dictionary of Greek

  • DIDO — sive Eliza, Beli vel Metrae Tyriorum Regis filia, quae primis nuptiis Sichaeo Herculis sacerdoti iuncta fuit; quem cum Pygmalion, Elizae frater, thesauris eius inhians ante aram obtruncasset, illa in somniis monita, cum iis, quibus Pygmalionem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ELISSA — Tyria Iustin. memorata l. 18. c. 4. Carthaginem condidisse dicitur, hinc quamdiu Carthago invicta fuit, pro Dea ibi culta. Eam Dido quidam autumant inquit Velleius Hist. l. 1. Prius nempe vocabatur Elissah: cuius posterior pars agnus; unde… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • απορριγώ — ἀπορριγῶ ( έω κ. όω) (Α) 1. έχω ρίγος, τρέμω 2. ( έω) οπισθοχωρώ τρέμοντας, φοβάμαι, δειλιάζω 3. ( όω) τρέμω από το κρύο, κρυώνω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + ριγώ ( έω κ. όω) < ρίγος) …   Dictionary of Greek

  • αποσπαρθάζω — ἀποσπαρθάζω (Α) τρέμω, ριγώ, σπαρταρώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»