-
1 ῥητορο-μάστιξ
ῥητορο-μάστιξ, ῑγος, ὁ, Geißel der Redner, Rhetoren, Beiw. eines gewissen Aeschines von Mitylene, D. L. 2, 64.
-
2 ῥητορομάστιξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥητορομάστιξ
-
3 ῥητορομάστιξ
ῥητορο-μάστιξ, ῑγος, ὁ, Geißel der Redner, Rhetoren, Beiw. eines gewissen Aeschines von Mitylene -
4 ρητορομαστιξ
См. также в других словарях:
κλωομάστιξ — κλῳομάστιξ, ιγος, ὁ (Α) αυτός που είναι δεμένος με κλοιό και μαστιγώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῳός, παρλλ. τ. τού κλοιός + μάστιξ (< μάστιξ), πρβλ. γραμματικο μάστιξ, ρητορο μάστιξ] … Dictionary of Greek