-
1 ρητορομαστιξ
-
2 ῥητορομάστιξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥητορομάστιξ
-
3 ῥητορομάστιξ
ῥητορο-μάστιξ, ῑγος, ὁ, Geißel der Redner, Rhetoren, Beiw. eines gewissen Aeschines von Mitylene -
4 ρητορομάστιγα
-
5 ῥητορομάστιγα
См. также в других словарях:
ρητορομάστιξ — ιγος, ό, Α (ως προσωνυμία κάποιου Αισχίνου από τη Μυτιλήνη) η μάστιγα τών ρητόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥήτωρ, ορος + μάστιξ, ιγος] … Dictionary of Greek
ῥητορομάστιγα — ῥητορομάστιξ the Rhetoricians scourge masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάστιγα — η (AM μάστιξ, ιγος, Α ιων. τ. μάστις, ιος) 1. λουρί δεμένο σε ραβδί με το οποίο χτυπούν τα υποζύγια για να τρέξουν, μαστίγιο, καμ(ου)τσίκι («τοῡ ἵππου τὴν μάστιγα», Ηρόδ.) 2. μτφ. μεγάλη συμφορά, μεγάλο κακό, καταστροφή, κοινωνική πληγή (α. «Διὸς … Dictionary of Greek