-
1 ῥηκτός
ῥηκτός, zerrissen, zerbrochen, zerspaltet, zerplatzt, zu zerreißen; χαλκῷ ῥηκτός, d. i. verwundbar, Il. 13, 323.
-
2 ρηκτός
-
3 ῥηκτός
-
4 ῥηκτός
ῥηκτός, zerrissen, zerbrochen, zerspaltet, zerplatzt, zu zerreißen; χαλκῷ ῥηκτός, = verwundbar -
5 ρηκτος
-
6 ῥηκτός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ῥηκτός
-
7 ῥηκτός
A that can be broken or rent, penetrable, [ἀνὴρ].., χαλκῷ τε ῥηκτὸς μεγάλοισι τε χερμαδίοισιν Il.13.323
. -
8 εὔ-ρηκτος
-
9 δύς-ρηκτος
δύς-ρηκτος, = δυςραγής, D. Cass. 62, 8.
-
10 ἀπόῤ-ῥηκτος
ἀπόῤ-ῥηκτος, losgerissen, Sp.
-
11 ἀ-διάῤ-ῥηκτος
ἀ-διάῤ-ῥηκτος, nicht zu zerreißen, Sp.
-
12 ἄῤ-ῥηκτος
ἄῤ-ῥηκτος, unzerreißbar, δεσμόν Iliad. 15, 20, δεσμοὺς ἀρρήκτους ἀλύτους Od. 8, 275; πέδας ἀρρήκτους ἀλύτους Iliad. 13, 37; ἔριδος καὶ πολέμοιο πεῖραρ, ἄρρηκτόν τ' ἄλυτόν τε 13, 360; εἶλαρ, unzerstörbar, 14, 56. 68; τεῖχος Od. 10, 4; πόλις Iliad. 21, 447; νεφέλην, undurchdringlich, 20, 150; φωνή, unermüdlich, 2, 490; – ἀδαμαντίνων δεσμῶν ἐν ἀρρήκτοις πέδαις Aesch. Prom. 6; ἄῤῥηκτος φυάν Pind. I. 5, 44, von unverwüstlicher Natur; σάκος Aesch. Suppl. 187; Soph. Ai. 573; χάλαζα, hart, Theocr. 22, 16; δέρμα κροκοδείλου, undurchdringlich, Her. 2, 68; Sp. – Adv., ἀῤῥήκτως ἔχειν Ar. Lys. 182.
-
13 ρηκτών
ῥήκτηςbreaker: masc gen plῥηκτόςthat can be broken: fem gen plῥηκτόςthat can be broken: masc /neut gen pl -
14 ῥηκτῶν
ῥήκτηςbreaker: masc gen plῥηκτόςthat can be broken: fem gen plῥηκτόςthat can be broken: masc /neut gen pl -
15 ἀῤ-ῥηγής
-
16 δύσρηκτος
δύσ-ρηκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσρηκτος
-
17 μηνόρηκτος
μηνό-ρηκτος, ον, =A continosus, Gloss. (dub.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηνόρηκτος
-
18 ἁλίρρηκτος
ἁλίρ-ρηκτος, ον,A = ἁλιρραγής, δειράδες AP7.278 (Arch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλίρρηκτος
-
19 ἀδιάῤῥηκτος
ἀ-διάῤ-ῥηκτος, nicht zu zerreißen, nicht zerrissen -
20 ἀπόῤῥηκτος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ῥηκτός — that can be broken masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥηκτῶν — ῥήκτης breaker masc gen pl ῥηκτός that can be broken fem gen pl ῥηκτός that can be broken masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρρηκτος — η, ο (AM ἄρρηκτος, ον) ο σταθερός, ο στερεός αρχ. 1. ο άθραυστος, ο ακατάλυτος, ο σκληρός 2. ο πυκνός, ο αδιάσπαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρηκτός < ρήγνυμι (πρβλ. αλίρρηκτος)] … Dictionary of Greek
αλιρραγής — ἁλιρραγής, ές και ἁλίρρηκτος, ον (Α) αυτός που επάνω του σπάζουν τα κύματα τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ραγής < ἐρράγην, ῥήγνυμι «θραύω, σπάζω, συντρίβω» ο τ. ἁλίρρηκτος < ἁλι * + ρηκτός < ῥήγνυμι] … Dictionary of Greek
ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… … Dictionary of Greek