Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ῥηδίως

См. также в других словарях:

  • ῥῃδίως — ῥηϊδίως , ῥᾴδιος easy adverbial (epic ionic) ῥηϊδίως , ῥᾴδιος easy masc acc pl (epic doric ionic) ῥῄδιος easy adverbial ῥῄδιος easy masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ράδιος — και ῥαίδιος και ῥάδιος, ία, ον, και επικ. και ιων. τ. ῥηΐδιος και ῥῄδιος, ίη, ον, Α 1. εύκολος, ιδίως αυτός που γίνεται ή τελείται εύκολα («τάφρος... οὔτε περῆσαι ῥηιδίη», Ομ. Ιλ.) 2. προσφυής, κατάλληλος («ῥᾴδια... ἤθεα», Ευρ.) 3. απερίσκεπτος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»