ραντήριος — ον, Α [ῥαντήρ]·1. αυτός στον οποίο γίνεται ραντισμός («πέδον ῥαντήριον», Αισχύλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥαντήριον το περιρραντήριο … Dictionary of Greek
ῥαντήριον — ῥαντήριος of masc acc sg ῥαντήριος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)