-
1 ῥαντήριος
A of or for sprinkling, πέδον ῥ. besprinkled, reeking, with blood, A.Ag. 1092; Pors. read πέδου ῥαντήριον (as Subst.) defilement; and, in the same sense, Dobree suggested the compd. πεδορραντήριον.II ῥαντήριον, τό,= περιρραντήριον, BCH 35.286 (Delos, ii B.C.), 54.98 (ibid., ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥαντήριος
-
2 ραντήριον
-
3 ῥαντήριον
-
4 πεδορραντήριον
πεδορραντήριον, τό,A v. ῥαντήριος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεδορραντήριον
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский